«Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μία φορά κι ένας καιρός. Μπορεί η φορά ν’ άλλαξε κι ο καιρός να πέρασε, όμως στην ίδια πρόταση πάντα θα συναντιούνται».
Η ιστορία ξεκινά με μια λαχτάρα. Ξέρεις, απ’ αυτές τις δύσκολες που δειλιάζεις ακόμη και να τις σκεφτείς. Απ’ αυτές που «δεν είναι για σένα», που δε θα σου ταιριάξουν ποτέ κι ας ανήκουν μέσα σου από πάντα.
Τώρα, άσε με να ζωγραφίσω μερικά κύματα και κάποιες ισχυρές αμφιβολίες που δημιουργούν αϋπνίες και αναβολή πραγματικότητας. Θ’ αφήσω τα ερωτηματικά ν’ ασκήσουν τρομακτικό έλεγχο εκεί που πρέπει και να δώσουν τη σκυτάλη στη δειλία, η οποία θα κλειδώσει τη λαχτάρα σ’ ένα δωμάτιο χωρίς παράθυρα και θα πετάξει το κλειδί στη θάλασσα για να τη σώσει. Για το καλό της, λέει, τα κάνει όλα.
Και σιγά-σιγά θα ξεχαστεί. Μερικές φορές οι φωνές της θα ξεκουφαίνουν τους πάντες, αλλά όχι για πολύ. Θα υποταχθεί. Δεν ήταν λαχτάρα, μωρέ, επιπολαιότητα ήταν αυτό το πράγμα. «Αν ήταν να γίνει, θα είχε ήδη συμβεί». Ναι, σωστά.
Τις προάλλες συνάντησα κάποιον που της έμοιαζε αυτής της λαχτάρας, ξέρεις, της καταχωνιασμένης. Κοντοστάθηκα και την είδα πάλι να εμφανίζεται μπροστά μου. Δεν ξέρω γιατί, είχε κάτι απ’ την ανάγκη της ίδιας ν’ απελευθερωθεί. Έμοιαζε μ’ ένα μικρό παιδί που δε γνωρίζει το μισό κόσμο και γουστάρει σαν τρελό να τον μάθει. Είχε άγνοια κινδύνου και λίγη μονάχα πονηριά, απ’ τις δύο-τρεις φορές που την είχε πατήσει.
Πάλι τη θυμήθηκα, λαχτάρα να σου τύχει! Τη βλέπω να παλεύει να βρει τις σωστές απαντήσεις ή έστω τις σωστές λέξεις ώστε ό,τι κι αν πει να στέκει για να μην την κοροϊδέψουν εκείνα τα στόματα, τα πολλά. Έχει σκεφτεί πολλές φορές να το σκάσει, μα δεν της το επιτρέπει η φύση της, ο τρόπος που έχει μάθει να επιλέγει τη ζωή.
Μία φορά χτύπησε το χέρι στο τραπέζι με αρκετή δύναμη. Είχε θολώσει και πρώτη φορά αισθάνθηκε πως αυτά τα «με τίποτα» μπορεί τελικά να χρειάζονται λίγο τσαμπουκά παραπάνω για να στρώσουν. Απαίτησε να πάρει πράγματα ή τουλάχιστον προσπάθησε να πείσει τον εαυτό της πως τ’ αξίζει. Ήταν εκείνη η λαχτάρα που αν ξεκλείδωνε, θα έκανε πολλούς να μιλούν γι’ αυτή, να τη σιγοψιθυρίζουν τα πρωινά και να τη φωνάζουν δυνατά τα βράδια.
Έχουν ακουστεί πολλές ιστορίες, αλλά οι αγαπημένες πολλών είναι εκείνες που σώπασαν κι, όμως, βρήκαν τρόπο να γίνουν από λαχτάρα πραγματικότητα. Ναι, απ’ αυτές που χαίρεσαι να ξυπνάς. Απ’ αυτές που ανάβεις το βραστήρα, φτιάχνεις καφέ και τραγουδάς γιατί σε λίγο θα φύγεις απ’ το σπίτι για κάποιο λόγο ολόδικό σου. Πραγματικότητες που με κάτι άλλο θαρρείς και μοιάζουν, μα όταν τις βρεις δεν έχεις ανάγκη να τις εξηγήσεις πια.
Γιατί η ομορφότερη ευχή που μπορείς να προσφέρεις σε κάποιον είναι να έχει στο τέλος μία όμορφη ιστορία για να διηγηθεί. Μία ιστορία δική του. Να έχει κάποια στιγμή κάτι να πει, κάτι να μοιραστεί, κάτι να γράψει και να το διαβάζει όταν θα αμφιβάλλει για όλα.
Οδός ονείρου. Δεξιά, το πρώτο διαμέρισμα. Πρώτος όροφος -δε γράφει όνομα στο κουδούνι. Για εκείνη τη λαχτάρα.
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.