Κατερίνα Γώγου. Εκείνη η μελαχρινή, η απ’ αλλού φερμένη. Εκείνη με το καλλιτεχνικό πνεύμα, με μια δημιουργικότητα που ΄χε μοναδική πηγή της τον πόνο. Εκείνη με το βλέμμα το ασυμβίβαστο, με μια δυναμικότητα αυθεντική και ουδέποτε προσποιητή. Ξεκίνησε το ταξίδι της έχοντας στον νου συγκεκριμένο προορισμό. Σε τραβά, όμως, η ζωή στο μονοπάτι σου όσα φρένα κι ας προσπαθήσεις εσύ να της βάλεις, όσο τσαμπουκά κι αν έχεις στην ψυχή, όσο δυνατό κι αν είναι το άστρο σου.
Η Κατερίνα χόρευε, προσπαθώντας να διώξει μακριά τις δύσκολες μνήμες των παιδικών της χρόνων. Η Κατερίνα δούλευε, από μικρό παιδί -τι να φοβηθεί; Η Κατερίνα έπαιζε, για ένα σημαντικό χρονικό διάστημα η υποκριτική αποτέλεσε σταθμό στη ζωή της, την κυνήγησε, την διεκδίκησε, την κατέκτησε. Η Κατερίνα αγαπούσε, ερωτεύτηκε τον Παύλο και γέννησε τη Μυρτώ. Η Κατερίνα είχε για δεύτερο σπίτι της τα Εξάρχεια, αντιστάθηκε και στήριξε ό,τι άνηκε σ’ αυτά. Δύσκολη ήταν η Κατερίνα. Τόσο δύσκολη. Μόνη της έφυγε, όταν το θέλησε ή μάλλον, όταν το ένιωσε. Μέσα στο διαμέρισμα της μητέρας της και συντροφιά με τα χάπια και το ποτό της. Μικρή ήταν η Κατερίνα, μόλις 53 ετών. Το ‘χε, άλλωστε, πει· «θα φύγω γι’ αλλού». Για έναν κόσμο λίγο πιο κοντά στα μέτρα της -αν υπήρξε ποτέ.
Κι η Κατερίνα έφυγε, μα κοίτα να δεις πόσα δικά της έμειναν πίσω. Η ποίηση ήταν το πιο βαρύ ναρκωτικό της, υπέγραφε από κάτω κι άφηνε κομμάτια της. Το ήξερε, αλλά απ’ όσα γνώριζε μονάχα κάποια -ελάχιστα- άφηνε τον κόσμο να δει.
Δύσκολοι καιροί.
Και θα ‘ρθουνε κι άλλοι.
Δεν ξέρω, μην περιμένεις κι από μένα πολλά
Τόσα έζησα, τόσα έμαθα, τόσα λέω
κι απ’ όσα διάβασα ένα κράτησα καλά: «σημασία έχει να παραμένεις άνθρωπος».
Έλεγε πως «θα την αλλάξουμε τη ζωή» και στ’ αλήθεια δεν μπορώ να περιγράψω καλύτερα έναν άνθρωπο που να πιστεύω περισσότερο από ‘κείνη. Του δείχνω κατευθείαν την Κατερίνα, λες κι αυτή η γυναίκα άπαξ και σε κοιτάξει κερδίζει κάθε μάχη, λες και δε χρειάζεται να μιλήσει. Μονάχα να σε βρει το βλέμμα της.
Γι’ αυτό αν τύχει και μ’ αγαπήσεις
πρόσεχε σε παρακαλώ πολύ πολύ
πώς θα μ’ αγκαλιάσεις.
Πονάει εδώ.
Κι εδώ. Κι εκεί. Μη! Κι εδώ.
Κι εκεί.
Έλεγε την αλήθεια. Όχι αυτή που λένε σήμερα όλοι. Την άλλη έλεγε, την ωμή, αυτή που ξέρει να τσακίζει. Αυτό έκανε η Κατερίνα όταν έγραφε, προσπαθούσε ν’ αγγίξει την αλήθεια που όλοι ανέκαθεν φοβούνται τόσο πολύ, ακόμη και να την προφέρουν. Δε δείλιαζε εκείνη. Πόσα κότσια να θέλει, άραγε, κάτι τέτοιο; Μια ζωή απροκάλυπτα ειλικρινής, εξαιρετικά ασταθής, πέρα ως πέρα δική της. Την χαρακτηρίζουν ασυμβίβαστη, μα τέτοια μυαλά πώς είναι δυνατόν να βολευτούν σε καταστάσεις που δεν είναι με το μέσα τους ταιριαστές; Το έψαξε το δικό της λιμάνι, το ερωτεύτηκε, το εμπιστεύτηκε, αλλά είχε τα πόδια της πατημένα καλά στη γη -κι ας έλεγε πως δε σημαδεύουν εκεί, αλλά στο νου. Ευθεία κοιτούσε η Κατερίνα -ούτε δεξιά ούτε αριστερά ούτε πάνω. Μπροστά, μέχρι όσο πάει, όπου πάει κι αν πάει.
«Μπέμπα» τη φώναζαν οι άνθρωποι που την ήξεραν καλά. Γι’ αυτό τη λάτρεψαν τόσο οι νέοι, γι’ αυτό ακόμη τη διαβάζουν και ψελλίζουν τ’ όνομά της στο τέλος βουρκωμένοι.
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.