Έχεις δει ζωές σε αναμονή; Ζωές που κοιμούνται και ξυπνούν καρδιοχτυπώντας για κάτι, για κάποιον, για κάπου; Ζωές που μπορούν να λυτρωθούν συγκεκριμένες φορές, για συγκεκριμένους λόγους και κυρίως από συγκεκριμένους ανθρώπους; Έχεις δει ζωές να «σβήνουν» μέρες, να διαγράφουν την ημερομηνία και να προσμένουν, συνεχώς κάτι να προσμένουν; Ζωές που δε γνωρίζουν τι πάει να πει ζωή -όσο σκληρό κι αν ακούγεται αυτό; Ζωές που πατάνε το pause πιο συχνά απ’ το play, έχεις δει; Μακάρι να μην έχεις δει.
«Άξιζε η αναμονή», λένε κάθε φορά που ζουν κάτι όμορφο και γελούν υπονοώντας πως άξιζε η στασιμότητα, η αδράνεια και η ρουτίνα που κατάντησε να μαυρίζει τα πάντα γύρω τους, να τα κάνει όλα ανιαρά και σκοτεινά. Μία αναμονή που τους έδινε λόγο να ξυπνούν κάθε πρωί, αλλά όχι να βγαίνουν απ’ την πόρτα του σπιτιού τους αισιόδοξοι, που τους έδινε λόγο να κοιμούνται το βράδυ ήσυχα αλλά ανούσια. Ξεφυσούν από ανακούφιση και θαυμάζουν τον εαυτό τους που άντεξε, όχι, όμως, που έζησε. Χαμογελούν περιστασιακά, για λίγο, μέχρι το επόμενο «ξανά». Κι επιστρέφουν πάλι πίσω συνεχίζοντας να διαγράφουν μέρες χωρίς να φοβούνται το χρόνο, τον οποίο έχουν στοιβάξει με περίσσια αδιαφορία στη γωνία με τα δεδομένα. Στα δεδομένα τους το πιο αβέβαιο πράγμα του κόσμου. Δε βαριέσαι, όμως, έχουν -λένε- έναν λόγο, έστω και μία αφορμή για να συνεχίζουν, να προχωράνε, να «ζουν». Είναι παιχνιδάκι για εκείνους η αναμονή, δεν τη φοβούνται, τη γνωρίζουν καλά. Επιμένουν ακίνητοι και περιμένουν πεισματικά να συμβεί το ονειρεμένο τους, δεν τους νοιάζει το ενδιάμεσο, δεν ενδιαφέρονται για το ταξίδι. Ο προορισμός είναι η λαχτάρα τους.
Μα εγώ ξέρω ανθρώπους εκατό φορές πιο φωτεινούς που δε δίνουν δεκάρα για το αν θα φτάσουν στο τέρμα ή όχι. Ξέρω ανθρώπους που αγαπούν το ενδιάμεσο, που γουστάρουν το ταξίδι όσο κι αν αυτό διαρκεί. Ξέρω κάτι ταξίδια μακρινά που δεν αγκυροβόλησαν πουθενά, μα βρήκαν ευτυχία σε αυτό χωρίς να σβήνουν καμία απολύτως μέρα, χωρίς να περιμένουν κάτι ή κάποιον, χωρίς να πιέζουν το χρόνο να κυλήσει. Ξέρω ανθρώπους που δε γουστάρουν να πατούν το pause ούτε στα τραγούδια που ακούν ούτε στις ταινίες που βλέπουν. Επιπόλαιοι; Βιαστικοί; Με τις καύλες τους; Δεν τους πιάνεις, δεν τους ξέρεις ουσιαστικά, δεν τους προφταίνεις -εκτός κι αν είσαι ίδιος με αυτούς. Δεν έχουν ημερολόγια αυτοί οι τύποι, αγαπούν τον ουρανό ή τη θάλασσα -αναλόγως το ταξίδι που επιλέγουν- και καρτερούν μονάχα να ζήσουν μ’ έναν τρόπο μη αναμενόμενο, φευγάτο και, ίσως, τελικά αξέχαστο. Χάνουν την μπάλα, το παραδέχονται αλλά δεν τους νοιάζει. Μπορεί να μην έχουν κάτι να περιμένουν στη ζωή, όμως, αν το καλοσκεφτείς πάντα κάποιος περιμένει τους ίδιους. Πάντα κάποιος -διακριτικά και σιωπηλά- τους αγαπά.
Εν τέλει ας μη γίνεται τίποτα -ή σχεδόν τίποτα- αυτοσκοπός. Ούτε καν τα πολυτιμότερα και τα πιο ξεχωριστά αυτού του κόσμου για τον καθένα μας. Ας μην είναι μόνο αυτά και τίποτα άλλο. Ας είναι κι άλλα! Κι ας μην είναι προγραμματισμένα, κι ας μην τα είχαμε ποτέ σκεφτεί, κι ας είναι αποτέλεσμα χρόνιων κόπων ή όχι, κι ας είναι τα πάντα ή ας μην είναι τίποτα. Μόνο να μην είναι αυτοσκοπός. Απ’ όλα και για όλα. Ναι, ας υπάρχει κι ένα ημερολόγιο κάπου μέσα μας αλλά όχι για να σβήνουμε τις ρημαδομέρες, όχι για να τις κοκκινίζουμε και να χαιρόμαστε κι από πάνω.
Όταν συνειδητοποιήσεις πόσο χρόνο χάνουμε με αυτό το pause που όλοι κατά καιρούς πατάμε, θα τρομάξεις. Γιατί να είναι όλη μας η ζωή ένα «και μετά, τι;»; Και μετά, τίποτα. Τώρα να σε δω, τώρα δείξε μου, τώρα κι όχι μετά ούτε αύριο. Οι αναβολές είναι για τους δειλούς. Οι δειλοί αρκούνται στο να περνούν οι στιγμές μπροστά απ’ τα μάτια τους κι εκείνοι να μην προλαβαίνουν καν να τις δουν. Οι δειλοί διαγράφουν μέρες και ξεχνούν πίσω τα υπόλοιπα κομμάτια τους. Οι δειλοί έχουν απωθημένα. Κι εμείς δεν είμαστε δειλοί. Ή μήπως είμαστε;
Είναι όμορφο να έχεις μακροπρόθεσμους λόγους για να ζεις. Αρκεί να υπάρχει κι άλλη ζωή έως ότου αυτοί οι λόγοι πάρουν σάρκα κι οστά. Αρκεί να μην πατάμε pause συνεχώς. Αν χαλάσει το κουμπί αυτό δεν υπάρχει γυρισμός. Κι εσύ φαντάζομαι κάποια στιγμή -αργά ή γρήγορα- θα θελήσεις να γυρίσεις.
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.