«Δε θα το μάθει κανείς!», δηλώνουμε. «Κανείς» εκτός απ’ τους ανθρώπους που δε θα μπορούσαμε με τίποτα να τους προσδώσουμε έναν τέτοιο αόριστο χαρακτηρισμό. Γιατί τα πρόσωπα αυτά στη ζωή μας δεν υπάρχουν αόριστα, αλλά πέρα ως πέρα συγκεκριμένα. Τα άτομα αυτά έχουν σημαντικό ρόλο στην καθημερινότητά μας και βρίσκονται απ’ τη μέρα που τα γνωρίσαμε στην καρδιά μας. Νιώθουμε ασφάλεια όταν προφέρουμε το όνομά τους, ανασφάλεια όταν δε βρίσκονται κάπου κοντά μας να σιγοτραγουδούν.
Σε κάθε πρωινό, με μια κούπα καφέ στο χέρι, τούς ακούς που φωνάζουν απ’ την κουζίνα «να φτιάξω τοστ;». Σε κάθε ξενύχτι, σε κάθε ποτήρι βότκα και σε κάθε τσούγκρισμα στην υγεία κάποιου. Σε κάθε «μου έχεις τάξει μια εκδρομή» και σε κάθε ταξίδι -νοητό ή πραγματικό. Οι άνθρωποι που προλαβαίνουν να σε αρπάξουν απ’ το χέρι, γιατί «το αμάξι, παιδάκι μου, που ‘ρχεται δεν το βλέπεις;». Οι όμορφοι -δικοί σου- άνθρωποι που μπαίνουν μπροστά, ξέρουν τον τρόπο να τα βγάλουν πέρα με οποιαδήποτε πλευρά σου, αναγνωρίζουν τα ελαττώματά σου και σ’ αγαπούν πιο πολύ γι’ αυτά, κυρίως γι’ αυτά. Οι άνθρωποι που θα σ’ ακούσουν, αλλά δε θα διστάσουν να σου πουν ότι τα μισά απ’ όσα ξεστόμισες ήταν άμυνες και δε συμφωνούν. Και μετά θα γελάσουν, θα γελάσετε. Δεν ξέρω αν υπάρχει καλύτερο μέρος για να μένει κάποιος, αν όχι εκεί που γελάει μ’ όλη του την ψυχή.
Λένε ότι οι φίλοι φαίνονται στις δυσκολίες, αλλά εγώ πιστεύω ότι φαίνονται παντού και καθημερινά. Σε κάθε ειδοποίηση του κινητού, σε κάθε στραβοπάτημα, σε κάθε έρωτα, σε κάθε επιτυχία, σε οποιαδήποτε απώλεια. Είναι εδώ, όχι εκεί. Να δηλώνουν την παρουσία τους σιωπηλά, με τον ίδιο τρόπο που έχουν μάθει ν’ αγαπούν, να συμβουλεύουν και να νοιάζονται. Είναι εδώ, όχι γιατί δεν μπορούν να βρουν καλύτερα, αλλά γιατί ακόμα και τα «χειρότερα» δεν έχουν νόημα κάπου αλλού.
Δε θα το μάθει κανείς, λοιπόν, εκτός απ’ τους ανθρώπους που τόσα χρόνια μάθαιναν εμάς. Που έψαχναν, διάβαζαν κι αναζητούσαν έναν όμορφο τρόπο για να στέκουν πλάι μας. Που δεν έτρεξαν απ’ την αντίθετη πλευρά στις συννεφιές, δεν το έβαλαν στα πόδια όταν ήρθαν τα δύσκολα -όσο δύσκολα κι αν ήταν. Τα άτομα μας έκαναν να πιστέψουμε στην αλήθεια, ακόμα κι αν έπρεπε να αγωνιστούμε για να τη φέρουμε στην επιφάνεια, να μιλήσουμε ξανά και ξανά, να συζητήσουμε τα αυτονόητα.
Γιατί δεν είναι «κανείς» ο άνθρωπος που μπαίνει στο σπίτι σου απ’ την μπαλκονόπορτα, που ξέρει πού είναι τα ποτήρια στην κουζίνα σου και βάζει νερό μόνος του, που του ζητάς να πληρώσει και τα δικά σου γιατί ντρέπεσαι, που δε διστάζει να σου φανερώνει πτυχές του εαυτού του για τις οποίες δεν είναι περήφανος. Και φαίνεται, δε φαίνεται; Πώς γίνεται να μη μοιραστείς κάτι με τους ανθρώπους που μοιράζεσαι τον κόσμο σου; Πώς γίνεται να κρυφτείς από ‘κείνους που σε ξέρουν καλύτερα από σένα; Δε γίνεται.
Οι άνθρωποί που έχουμε δίπλα μας είναι οι καθρέφτες του εαυτού μας, είναι ο τρόπος που αντιλαμβανόμαστε τη ζωή, όσα ρίσκα πήραμε, ό,τι αφήσαμε συνειδητά πίσω μας. Όλα αυτά τα κουβαλούν κι εκείνοι μαζί τους, τίποτα δικό τους δεν ξεχνάμε ούτε εμείς. Μέχρι να μας χωρίσει μια δύναμη ανώτερη, αν και εδώ που τα λέμε δεν ξέρω αν υπάρχει κάτι που να αντιμάχεται την ντόμπρα αγάπη και να τη νικά.
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.