Έλαμψε το κινητό μου κι ακούστηκε ο γνωστός σπαστικός ήχος. Διάβασα το μήνυμά της, έγραφε «ναι, να ‘μαστε καλά». Όλο σε σκέψεις με βάζει τώρα τελευταία. Έκλεισα το κινητό, έκανα καφέ, έσυρα την καρέκλα στην αγαπημένη μου θέση κι έκατσα στη βεράντα για να ερωτευτώ όσο περισσότερο ηλιοβασίλεμα προλάβαινα, αφού νυχτώνει γρήγορα πλέον κι η δύση δεν είναι τόσο απολαυστική όσο τη θυμάμαι. Ξαφνικά, κρύωσα και πήγα γρήγορα να φέρω μια ζακέτα. Τη φόρεσα, σταύρωσα τα χέρια μου και θυμήθηκα κάτι που ‘χα διαβάσει πριν από καιρό.
Έλεγε πως όταν η βροχή σταματήσει δεν πρόκειται να θυμάσαι πόσο ή αν βράχηκες, δε θα θυμάσαι καν την ταλαιπωρία που πέρασες, τα νεύρα που είχες, τα τηλέφωνα που έκλεισες και τους περαστικούς που αγριοκοίταξες. Το μοναδικό πράγμα που θα σου τρυπάει ασταμάτητα το μυαλό θα ‘ναι το γεγονός πως τα κατάφερες μαζί ή με κάποιον άλλον -θα έγραφα πως αυτό δεν έχει ιδιαίτερη σημασία, αλλά έχει τη μεγαλύτερη όλων. Έχει σημασία να πιστεύεις απόλυτα στο χέρι που κρατάς, να βγάζει νόημα σε σένα η δύναμη των ματιών του, να ξέρεις ότι διαλέγεις έναν κόσμο και εισχωρείς μέσα σ’ αυτόν συνειδητά, με ευθύνη που σαν την πάρεις δεν την μετανιώνεις ύστερα. Έχει σημασία να ξέρεις με ποιον τα κατάφερες αυτά τα μικρά που συνήθως είναι και τα πιο σημαντικά.
Ποτέ δεν μπόρεσα να εξηγήσω εκείνο το συναίσθημα, ξέρεις, που γυρίζεις να κοιτάξεις πίσω κι έχει το βλέμμα σου τόση λάμψη που τίποτα πια και κανένας δεν έχει τη δύναμη να σ’ αγγίξει όπως κάποτε, να σ’ επηρεάσει σαν τότε. Κι ο λόγος που διαπραγματεύεσαι ξανά με το παρελθόν δεν είναι άλλος πέρα απ’ το να δεις τον εαυτό σου ωριμότερο και να αισθανθείς όμορφα με αυτό. Να βγεις από σένα και να δεις το χρώμα των ματιών σου όχι αλλαγμένο, μα ουσιαστικότερο.
Νύχτωσε κιόλας. Δεν μπορεί να περιμένει, μη με ρωτάς ποιος. Τρέχει και δε σταματά. Σε αποδιοργανώνει αυτή η τρεχάλα, είχε ο Σεπτέμβρης ανέκαθεν μια ιδιότητα μεταβατική που λες και πατούσε σ’ όλους μας ένα κουμπί να ξεκινήσουμε απ’ την αρχή ή από κει που το άφησε ο καθένας από μας ξεχωριστά. Αυτή η ύπουλη συννεφιά που κλέβει όλους τους καλοκαιρινούς μας ήλιους, αυτή η ψύχρα το βράδυ που σου φέρνει μνήμες ανάκατες κι εσύ μισογελάς μες τη ζακέτα σου τη μαύρη που σε τυλίγει.
Ο Τάσος Λειβαδίτης έχει σπουδαία γράψει: «Τελικά όλα περνάνε, χωρίς να καταλαβαίνει κανείς. Σαν να συνέβησαν κάπου αλλού ή σε κάποιον άλλον». Το ‘χεις νιώσει; Παίζει η κασέτα του μυαλού κι αναρωτιέσαι πότε συναίνεσες εσύ γι’ αυτές τις σκηνές. Λόγια που δεν είναι οικεία, συναισθήματα αλλουνού, καταστάσεις που δεν κουμπώνουν στο παζλ της ζωής σου. Μια φορά κι έναν καιρό, όμως, τα θέλησες. Δικά σου κι αυτά, δε βαριέσαι, ας μοιάζουν ξένα.
Γιατί μερικά πράγματα αν κάνεις το λάθος και προσπαθήσεις να τα εξηγήσεις ή θα χάσεις το μυαλό σου ή θα χαθείς εσύ ολόκληρος. Αρκεί αυτή η φευγαλέα ματιά, πίστεψέ με. Να μην ξεγελαστείς και να μη γλυκαθείς χρειάζεται, γιατί αλλάζουν οι εποχές αν ξεχαστείς και μαζί τους αναπόφευκτα αλλάζουμε κι εμείς. Ό,τι κι αν λένε.
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.