«Θα ήθελα να περάσω όλη μου τη ζωή ταξιδεύοντας, με την προϋπόθεση ότι θα μπορούσα από κάπου να δανειστώ μια άλλη ζωή για να την περάσω όλη σπίτι μου», του Ουίλιαμ Χάζλιτ.

Θαυμάζω τους ανθρώπους που έχουν μάθει να φεύγουν. Τραβούν το βλέμμα μου εκείνοι οι όμορφοι άνθρωποι που διάλεξαν να ταξιδεύουν μόνοι τους, γιατί μονάχα έτσι μπορούν και να υπάρχουν. Όταν αδειάζει το αεροπλάνο και τους βλέπω να παραμένουν στη θέση τους, όταν αδειάζει το πλοίο και τους βλέπω στο κατάστρωμα χαμογελάω. Σκέφτομαι αυτούς που τους περιμένουν, αυτούς που μένουν πίσω και τους αγαπούν.

Πάντοτε, ήθελα ν’ εξηγήσω κάπως εκείνο το «μου λείπεις» που έλεγα και δε μου έφτανε, σαν κάτι να του έλειπε. Όταν έλεγα «θα μιλήσουμε, αύριο» ένιωθα πως έδινα την πιο ανούσια υπόσχεση της ζωής μου και προσπαθούσα να βρω τρόπους να περάσω συναισθήματα μέσα απ’ το ακουστικό. Ήθελα να βρω μία λέξη για όλες τις πολύωρες αναμονές στα αεροδρόμια. Μία λέξη για ν’ αφιερώσω στους ανθρώπους που όταν εγώ κατέβαινα απ’ το αεροπλάνο εκείνοι συνέχιζαν και ακόμη αναρωτιέμαι πώς άντεχαν. Για το συναίσθημα που σε κατακλύζει όταν προσγειώνεσαι στο σπίτι σου, στο μέρος που έχεις πολλά κρατημένα -αν όχι τα πάντα.

Ήθελα να υπάρχει μία λέξη μοναδική για ‘κείνους τους ανθρώπους που ταξιδεύουν πολύ και μόνοι τους, κοιτάζοντας απ’ το κατάστρωμα τον ουρανό και κάνοντας ευχές. Να βρω τη λέξη που κουβαλούν μαζί τους αυτοί που δε φοβούνται το «μακριά», που θυσιάζουν πολλά από επιλογή, που είναι η ζωή τους ένα πήγαινε- έλα χωρίς τελειωμό.

Ήθελα να ξέρω αν υπάρχει λέξη για όλα αυτά τα γέλια στα μπαλκόνια, αφού γύρισε ο σημαντικός μας άνθρωπος και σαν να γέμισε το σπίτι και πάλι φως μετά από μήνες, μετά από «σ’ αγαπώ» μακρινά, μετά από υποκατάστατα φθηνά. Αν υπάρχει λέξη που ξεπερνά το «σε πεθύμησα» ήθελα να ξέρω, αν μπορεί κάποια άλλη φράση να το επισκιάσει και να το κοιτάξει κατάματα. Κι, έτσι, έψαξα σ’ άλλη θάλασσα. Σ’ εκείνη που δεν μπορείς με τίποτα να εξηγήσεις, γιατί της μοιάζεις.

“Vuslat” στα τούρκικα σημαίνει επανένωση. Σημαίνει ένωση με κάποιον αγαπημένο μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα στο οποίο βρεθήκατε μακριά ο ένας απ’ τον άλλο.

Είναι αυτή η αγκαλιά μετά από πολύ καιρό σε διαφορετικές καθημερινότητες, σε διαφορετικές ζωές, σε αποστάσεις κυριολεκτικές και μεταφορικές. Είναι σαν να λες «σε πεθύμησα» και να το εννοείς χίλιες φορές πιο πολύ. Είναι το συναίσθημα του αεροδρομίου, του λιμανιού, του σταθμού ή ακόμη και του λάθους που σ’ απομάκρυνε, που σε δίχασε, που σε ανάγκασε να γίνεις κάτι άλλο.

“Vuslat” ξεστομίζεις για να περιγράψεις τον καιρό που πέρασες μακριά απ’ τα αγαπημένα σου μάτια, ενώ πλέον τα κοιτάζεις. Διηγείσαι εκείνες τις περίεργες μέρες που όλα έφταιγαν, γιατί έλειπε κάτι. Περιγράφεις τις συννεφιές σου, τους λόγους που μερικές φορές απέφευγες να σηκώσεις το τηλέφωνο ή ν’ απαντήσεις στο μήνυμα.

Και κάπως έτσι οι άνθρωποι σμίγουν και δε χωρίζουν πια. Και οι αγκαλιές γίνονται σφιχτές, τόσο σφιχτές που σε επαναπροσδιορίζουν. Και να, που βρήκα τη σωστή λέξη μ’ ένα μονάχα βύθισμα του χεριού μου σε μια άλλη θάλασσα, εκ πρώτης όψεως άγνωστη. Ποιος είπε πως σε ξένα νερά δεν κολυμπάμε;

Γι’ αυτό σου λέω, έλα να vouslatωθούμε. Μεγαλώνουμε!

 

Συντάκτης: Γωγώ Κυριακίδου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου