Κάθονται ακίνητοι και σιωπηλοί. Περνούν από μπροστά τους οι στιγμές. Τρώει το σαράκι την ψυχή τους, λίγο-λίγο. Κοιτούν δεξιά κι αριστερά και δεν μπορούν με τίποτα να βρουν τα σωστά λόγια. Θέλω πολύ να τους ρωτήσω γιατί. Γιατί δε μιλάνε, αφού έχουν ένα σωρό ανείπωτα και κρατημένα μέσα τους; Γιατί δε μαλώνουν, γιατί δε φωνάζουν, γιατί δεν κάνουν τον κόσμο άνω κάτω; Δε φοβούνται μήπως χάσουν; Δεν τρέμουν;
Ξέρεις, το θέμα δεν είναι πώς θα συμπεριφερθείς στην αρχή που τα πάντα θα μοιάζουν ιδανικά κι εύκολα σαν να μην πρόκειται να στραβώσουν ποτέ· θα στραβώσουν, στο υπογράφω. Το θέμα δεν είναι τι θα πεις όταν το μόνο που θα ακούς θα είναι καταφατικές απαντήσεις λες και δεν πρόκειται να ακούσεις ποτέ «όχι»· θα στο πουν περισσότερες φορές απ’ όσες θα το αντέξεις. Για τ’ άλλα έλα να μιλήσουμε, τα ευκόλως εννοούμενα που πάντα παραλείπονται και θα συνεχίσουν να θάβονται κάτω απ’ το χαλί έως ότου να τα ρημάξουν όλα.
Έλα να μιλήσουμε για τις μέρες που δε θα θέλεις να βλέπεις μπροστά σου ό,τι διάλεξες κάποτε με όλη την καρδιά σου, για τις μέρες που θα αμφιβάλλεις για το αν είσαι προτεραιότητα ή ο τελευταίος τροχός της αμάξης, για τις μέρες που θα έχει τελειώσει κάθε απόθεμα υπομονής μέσα σου. Έλα να μιλήσουμε για τις στιγμές που δε θα θέλεις να προσπαθήσεις άλλο, που δε θα σε ενδιαφέρει να λύσεις το πρόβλημα, που δε θα έχεις τη διάθεση να βρεις τι φταίει και να το αλλάξεις πριν προλάβει να σε αλλάξει αυτό, που δε θα θες να πεις κουβέντα γιατί ίσως ξεστομίσεις πράγματα που ύστερα θα μετανιώσεις.
Έλα να μιλήσουμε για περιστάσεις που στ’ αλήθεια θέλουν πολλά κιλά μαγκιάς και πίστης σε ό,τι έχεις και θες να συνεχίσεις να έχεις δικό σου, για την αφοσίωση που χρειάζονται αυτά τα περίπλοκα που εκείνοι ούτε για πλάκα δεν πλησιάζουν. Για το «μαζί» που επιλέγουμε ακόμα κι όταν δεν είναι εύκολο, ένα μαζί απλησίαστο κι εντελώς διαφορετικό απ’ το δικό τους «αύριο» και την αστεία άνεσή τους να το ξεστομίζουν, να το επαναλαμβάνουν και να το πιστεύουν ειλικρινά.
Έλα να μιλήσουμε για εκείνους που έχασαν τα πάντα μέσα στην ανετίλα τους, για τα λόγια που ωραιοποιούν προκειμένου να μην ακουστούν προσβλητικά, για τα χέρια που παρ’ όλο που κρατιούνται δεν κουμπώνουν αμοιβαία. Για τα παντοτινά που κρατούν ένα δευτερόλεπτο και γράφονται ανεξίτηλα, όπως εκείνα τα αρχικά στο παγκάκι. Για παρορμήσεις της στιγμής που δεν έχουν ίχνος λογικής μέσα τους, που βγαίνουν αφιλτράριστα και πέφτουν κατευθείαν στην καρδιά, εκεί όπου ήταν προορισμένο να καταλήξουν.
Έλα να μιλήσουμε όταν δε θα είναι τίποτα πια όμορφο, τίποτα ερωτεύσιμο, τίποτα εύκολο. Όταν η προσπάθεια θα μοιάζει λέξη άγνωστη, όταν το σπίτι θα είναι κρύο, όταν τα πάντα θα μοιάζουν μάταια και ξένα, λες και δεν ήταν δικά μας ούτε μία φορά, λες και δεν τα φτιάξαμε εμείς, λες και δεν προσπαθήσαμε για να μείνουν σταθερά ή έστω όρθια μέσα στο χρόνο.
Το θέμα είναι να μη μείνεις άπραγος όταν τα πάντα θα σε εκλιπαρούν να κάνεις κάτι, να μη μείνεις σιωπηλός όταν ο άνθρωπός σου θα κρέμεται απ’ το στόμα σου για να αισθανθεί πως αξίζει να μείνει, να μη γυρίσεις την πλάτη όταν ξαφνικά δυσκολέψουν τα πράγματα. Γιατί θα δυσκολέψουν, θα αλλάξουν και θα σου κακοφανούν πολλά. Τότε είναι που πρέπει να θυμηθείς γιατί ερωτεύτηκες, γιατί θυσίασες, γιατί ρίσκαρες, γιατί υποχώρησες τόσες φορές και γιατί χρειάζεται να το ξανακάνεις. Η μεγαλύτερη ήττα είναι αυτή που αναιρεί τις ίδιες μας τις επιλογές, την προκαλούμε εμείς και στο τέλος την πληρώνουμε ακριβά.
Έλα, λοιπόν, να τους δείξουμε πώς γίνεται να καίγεσαι και να σβήνεις στην ίδια σου τη φλόγα κι ας υπάρχει κίνδυνος να γίνεις στάχτη, πώς πολεμάμε εμείς για όσα αγαπάμε και θέλουμε πραγματικά στη ζωή μας. Έλα, να διαβάσουμε τους κανόνες τους και να τους σπάσουμε έναν προς έναν.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου