Λένε, ότι κάποιοι πετυχαίνουν γιατί είναι προορισμένοι από τη μοίρα γι’ αυτό. Η ιστορία ξεκινά με τον Κένεντι να αφήνει την τελευταία του πνοή, μία κιθάρα και πολύ σκοτάδι μέσα σ’ ένα μπάνιο. Λέξεις που ξεπηδούσαν αυθόρμητα απ’ την καρδιά ενός εικοσάχρονου ανθρώπου και γίνονταν επιτόπου στίχοι. Μελωδίες με το νερό να τρέχει και μια σιωπή που τελικά έκανε αντίλαλο. Εκεί, στα σκοτεινά και μόνος του έγραφε μουσική ο Simon. Κι έγραφε κι έγραφε και δεν τελείωνε το τραγούδι, αφού ήταν τόσο έντονο αυτό που ξεπηδούσε απ’ το σκοτάδι, που μόνο ένας στίχος την ημέρα μπορούσε να γεννηθεί.
Ώσπου, ξαφνικά, δύο φωνές ενώνονται και οι Simon & Garfunkel τραγουδούν “Hello darkness, my old friend. I’ve come to talk with you again.”, παρουσιάζοντας το δίσκο τους με τίτλο Wednesday Morning, 3 AM. Ξέρεις, από ‘κείνες τις προσπάθειες που ενώ τις πιστεύεις και λαχταράς την επιτυχία τους με μάτια γεμάτα σπίθες εν τέλει σε προδίδουν και γίνονται ο χειρότερός σου εφιάλτης. Το ντουέτο διαλύθηκε κι ο καθένας τράβηξε το δικό του δρόμο.
Αν, όμως, κάτι είναι προορισμένο να συμβεί, θα συμβεί ο κόσμος να χαλάσει. Η κλασική κιθάρα έγινε ηλεκτρική, ο απλός ήχος έγινε κι αυτός ηλεκτρικός και παίρνοντας φόρα απ’ τον πάτο κυριολεκτικά το τραγούδι εκτοξεύτηκε χάρη στον παραγωγό Tom Wilson, που κατάφερε εν αγνοία όλων να το φτάσει στο νούμερο ένα -παίρνοντας μεγάλη ευθύνη και δικαιώνοντάς τη. Κάπως, έτσι, οι χωριστοί δρόμοι ξαναενώθηκαν και οι Simon & Garfunkel παρά το γεγονός ότι δεν κατάφεραν να αντιμετωπίσουν μαζί μία φαινομενική επιτυχία, έγιναν πάλι ένα κι επανακυκλοφόρησαν δίσκο με τίτλο The sound of silence, που ήταν μονάχα η αρχή.
Κάποιος που μιλά στο σκοτάδι του, λέγοντάς του τις μεγαλύτερες αλήθειες με διακριτική θρασύτητα. Του περιγράφει ανήσυχα όνειρα και στενά δρομάκια από βότσαλα, μέρες με κρύο και υγρασία. Κι όλα αυτά υπό το πρίσμα της σιωπής, μίας παράξενης σιωπής που αν σπάσει κάνει πολύ θόρυβο, θόρυβο που μερικές φορές δεν μπορείς ν’ αντέξεις.
«Οι άνθρωποι μιλάνε χωρίς να λένε τίποτα, οι άνθρωποι ακούν χωρίς να προσέχουν». Λες κι όλοι φοβούνται τη σιωπή, μη μιλήσουν δυνατότερα απ’ όσο πρέπει και παρεξηγηθούν, μην πουν περισσότερα και χαθούν, μην τραγουδήσουν και σπάσουν τον κανόνα. Έναν κανόνα, απαράβατο και ευρέως αποδεκτό με μια απολυτότητα από άλλο πλανήτη.
Παρομοιάζει τις λέξεις του με τις σταγόνες της βροχής, που πέφτουν στο πηγάδι της σιωπής και προκαλούν ηχώ, όπως ακριβώς ο αντίλαλος που προκαλούσε και η φωνή του δημιουργού μέσα στους τέσσερις τοίχους του μικρού εκείνου μπάνιου απ’ όπου ξεκίνησαν όλα. Τα πάντα ξεκινούν από κάπου, ένα «κάπου» που ξέρει να επιστρέφει και να θυμίζει, να γυρνά και να ζητά εξηγήσεις, ν’ απαιτεί, να θέλει. Μία πινακίδα με σήμα κινδύνου να «φωνάζει» πράγματα που, συνήθως, αγνοούμε ή παρ’ όλο που τα βλέπουμε ξεκάθαρα μπροστά μας επιμένουμε να υποστηρίζουμε πως ουδέποτε τα ‘χουμε συναντήσει. Να προειδοποιεί και ν΄ αναβοσβήνει απειλητικά για να τραβήξει την προσοχή.
Σπάει, τελικά, η σιωπή; Και για ποιο λόγο τη φοβούνται όλοι τόσο πολύ; Μία ιστορία που επαναλαμβάνεται, μάλλον, γιατί δεν την κατανοήσαμε ποτέ κι έτσι αναγκαστήκαμε να τη ζήσουμε ξανά. Ζούμε στον καιρό της σιωπής. Αυτό είναι το soundtrack της ζωής μας. Ένα τραγούδι που δεν παλιώνει, πώς να παλιώσει άλλωστε;
Ενός λεπτού κραυγή για όλες τις φορές που σιωπήσαμε.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου