Είναι μεγάλο θέμα η έμπνευση· από πού πηγάζει και προς τα πού εκβάλλει. Καταρχάς, αποφασίζει μόνη της, δε θα κοιτάξει να σε ρωτήσει ποια μέρα σε βολεύει καλύτερα να υπάρχει. Σου δίνει κίνητρο για ζωή, για έρωτα, για λύπη, για τα πάντα. Λειτουργεί σαν ώθηση στην πλάτη, από κείνες που ‘χεις ανάγκη τις μέρες που μοιάζουν κενές.

Η έμπνευση για τον Μίλτο Πασχαλίδη ήρθε πολύ αναπάντεχα, ύστερα από το κάλεσμα του φίλου του για νυχτερινή έξοδο -που δεν ήθελε και πολύ να δεχτεί. Το κλαμπ ήταν γεμάτο από νεολαία που ήξερε να περνά καλά πάνω και κάτω απ’ τα τραπέζια και τις μπάρες. Το Ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας ήταν η αφορμή για να σπάσει το όμορφο κλίμα και να σταματήσει το γλέντι. Μα, όχι για όλους. Εκείνη η μαυρομάλλα κοπέλα ήταν για τον Μίλτο η ώθηση προς το μονοπάτι της έμπνευσης. Ο σπάνιος τρόπος με τον οποίο την έβλεπε να χορεύει το γνωστό ζεϊμπέκικο, τον έκανε να γράψει το «Φωτιά μου» και να το αγαπήσει ειλικρινά όσο κανένα άλλο δημιούργημά του. Μπλέχτηκαν οι εμπνεύσεις, βλέπεις, το ένα κομμάτι παρακίνησε να δημιουργηθεί το άλλο. Γιατί, τίποτα δεν μπόρεσε να γίνει σ’ αυτό τον κόσμο προτού κάτι άλλο του δώσει ένα καλό λόγο κι ένα έξυπνο κόλπο για να πετύχει.

Γράφοντας τους στίχους του τραγουδιού, κάπνιζε αδιάκοπα και γέμιζε το τασάκι με στάχτες κι αποκαΐδια -απομεινάρια της αστείρευτης καλλιτεχνικής ιδιότητας που οφείλει να πιάσει πρώτα πάτο κι ύστερα να πάρει φόρα απ’ αυτό το σημείο και να εκτοξευτεί-, τα οποία πέταξε και καθάρισε η μητέρα του, ώσπου εκείνος ν’ αγοράσει ένα ακόμη πακέτο και να επιστρέψει στο σπίτι. «Τι έκανες; Μου έφυγαν οι νότες!», της είπε μόλις το αντιλήφθηκε. Πιο αγχωμένος από ποτέ, ο Μίλτος, στο στούντιο της ηχογράφησης συνάντησε τον Γιάννη Πάριο, το μεγάλο καλλιτέχνη, ο οποίος τον συμβούλεψε να πει το τραγούδι ίσια, όσο πιο ίσια γινόταν. Κι η αλήθεια είναι πως η απλότητα αποδεδειγμένα δε συγκρίνεται με κανένα φτιασίδι και με καμία υπερβολή. Ήταν μια συμβουλή που έκανε το «Φωτιά μου» να σταθεί, να πάρει σάρκα και οστά και να ακούγεται σαν ύμνος από το κοινό σε κάθε συναυλία.

«Το πιο αγαπημένο τραγούδι που έχω φτιάξει τα τελευταία είκοσι χρόνια και μαζί, αυτό που θ’ αγαπώ για τα επόμενα είκοσι», ήταν τα λόγια του καλλιτέχνη σε συναυλία του στη Θεσσαλονίκη πριν αρκετά χρόνια. Και, κάπως, έτσι ο Μίλτος έγινε ταξιδευτής του μυαλού μέσα από τους στίχους του, μέσα από ‘κείνα τα τσιγάρα που πέταξε η μητέρα του, μέσα από το άγχος την ημέρα της ηχογράφησης κι εξαιτίας μιας συμβουλής απλότητας. Όλα τα τραγούδια, εξάλλου, που κρύβουν μια προσωπική ιστορία ή εμπειρία από πίσω, δεν μπορούν παρά να γίνουν διαχρονικά. Είναι ο κανόνας που φανερώνει τον άνθρωπο πίσω από τον καλλιτέχνη, μία ιδιότητα που ποτέ δεν απογοητεύει.

«Θα πω ένα τραγούδι. Σήκω να το χορέψεις, τα μάτια να μου κλέψεις για πάντα πριν χαθώ». Ακούγεται η λίρα και με μας ξαναζωντανεύει εκείνο το κορίτσι με τα μακριά μαύρα μαλλιά που ξεχώριζε ανάμεσα στο πλήθος, που γλεντούσε όταν όλοι οι υπόλοιποι είχαν σταματήσει να υπάρχουν.

 

Με χάδια τρομαγμένα,
με διψασμένα χάδια
του νου μου τα σκοτάδια
απόψε ντύνομαι
Λευκό πανί υψώνω
και πάω όπου με πάει
αυτό που με σκορπάει,
σου παραδίνομαι

Συντάκτης: Γωγώ Κυριακίδου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου