Κατά κοινή ομολογία αν ποτέ γίνει μία λαϊκή επανάσταση θα έχει για ύμνο της αυτό το τραγούδι, θα ακούγεται στους δρόμους διαρκώς. Γιατί, το πάντρεμα του μπουζουκιού και της δυνατής ηλεκτρονικής μουσικής, σε συνδυασμό με τα χιλιάδες νεανικά βλέμματα καρφωμένα επάνω στη σκηνή, μοιάζει στα σίγουρα με ένα είδος επανάστασης- μπορεί και το καλύτερο. Κάπως, έτσι, θα μοιάζει η αλλαγή όταν έρθει, αυτό ακριβώς θα είναι το πλήρωμα του χρόνου.

Όταν ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου επέστρεφε από τον στρατό στο σπίτι του, είχε να δει την οικογένειά του πολύ καιρό. Την αντίκρισε καθισμένη κα απορροφημένη μπροστά από την τηλεόραση, να του απαντά ένα ξερό «γεια» και να παρακολουθεί μια μεξικάνικη σαπουνόπερα. Εκείνη τη στιγμή, ο Θανάσης, ευχήθηκε να φυσούσε ένας δυνατός αέρας από το βουνό και να έφερνε μαζί του χαλίκια κι αγκάθια. Να τρύπωνε κάτω από την πόρτα και να τα έπαιρνε όλα μαζί του. Να μην μπορούσε κανένας να κοιμηθεί άπαξ και τον ανέπνεε. Ο Πεχλιβάνης, έπρεπε να είναι τόσο δυνατός που θα τα σάρωνε όλα. Προέρχεται από την τούρκικη λέξη ‘pehlivan’ που σημαίνει παλαιστής, άνθρωπος γενναίος και μάγκας. Αυτός που μία μέρα θα έρθει ακάλεστος και θα συνταράξει τους πάντες, χωρίς να προειδοποιήσει νωρίτερα.

Έναν αέρα εξιστορεί, μέσα από προσωπικά του βιώματα. Την ανεξέλεγκτη πορεία της τεχνολογίας και του ριζώματός της στη ζωή των ανθρώπων. Με αφορμή την τηλεόραση, την οποία έχει χαρακτηρίσει σε συνέντευξή του χρήσιμη για τους ηλικιωμένους και τα ζευγάρια -λέγοντας πως τους κάνει να ξεπερνούν την ανία που υπάρχει ανάμεσά τους- κάνει γνήσια αναφορά στις τυποποιημένες κι επιδερμικές σχέσεις. Παρουσιάζει με τρόπο προφητικό και ρητορικό την αλλοτριωμένη πόλη και την απρόσωπη πλευρά της πραγματικότητας, που έγινε πλέον συνήθεια, αφήνοντας μια πολιτική χροιά να σκεπάζει τα λεγόμενά του.

Πολίτες που έμαθαν να βουλιάζουν στον καναπέ, να απολαμβάνουν τη ραστώνη της ευκολίας, που χάρισαν ολόκληρη τη ζωή τους σε αυτοματοποιημένα μηχανήματα. Πολίτες χωρίς βούληση, χωρίς ντεσιμπέλ φωνής, χωρίς θέληση. Άνθρωποι που ενθουσιάζονται δύσκολα, που δεν ερωτεύονται με τίποτα, που μαστουρώνουν για να χαρούν. Κι όλα αυτά, μέχρι να έρθει εκείνος ο άνεμος που θα παρασύρει μαζί του τα πάντα.

Το τραγούδι του Θανάση Παπακωνσταντίνου σε κάθε συναυλία αποτελεί ξέσπασμα, τόσο του κοινού όσο και του καλλιτέχνη. Μία ιστορία αυτοκριτικής κι ειλικρίνειας. Επαναστατικά κι απελευθερωμένα, το κομμάτι δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ούτε έντεχνο ούτε ροκ, αλλά ούτε και ρεμπέτικο. Είναι όλα τα είδη και κανένα ταυτόχρονα. Το έχουν αποκαλέσει «καπνογόνο», που σκάει στο άκουσμά του και λέει την αλήθεια. Κι ύστερα, ο Θανάσης απορεί γιατί πηγαίνουν νέοι άνθρωποι στις συναυλίες του και τον ακούν.

Γιατί, οι νέοι -κι όχι μόνο- άνθρωποι αγαπούν την αλήθεια. Τον ξεσηκωμό που προκαλεί και την έκθεση που προσδίδει. Τα κότσια που απαιτεί για ν’ ακουστεί. Και πολύ περισσότερο τους ανθρώπους που τολμούν να την πουν, να την τραγουδήσουν, να την κάνουν ύμνο.  Τα φώτα της μουσικής σκηνής γίνονται μπλε και μελαγχολικά και μετά ακούγεται ένα σημείο από εκείνη τη μεξικάνικη σειρά -της αγαπημένης της γιαγιάς του-, που ήταν η αφορμή για να εμπνευστεί τους στίχους.

«Θα κατεβεί σαν άρχοντας, θα ρέει απ’ τις οθόνες.»

 

Συντάκτης: Γωγώ Κυριακίδου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου