Η μητέρα, σύμφωνα με τους ειδικούς, είναι υπεύθυνη για πολλά· ακόμη και για την ερωτική επιθυμία και τη συμβίωση του παιδιού με τους συντρόφους που επιλέγει. Η συγχώνευση, όμως, το να μην μπορεί δηλαδή το άτομο να δει τον εαυτό του ως ξεχωριστή προσωπικότητα εξαιτίας του πάθους, είναι κάτι που οφείλεται στο ίδιο το άτομο.
Κάπως, έτσι, το «είμαστε ένα» μετατρέπεται σε μια ασφυκτική πραγματικότητα, όπου ο ένας αντιμετωπίζει τον άλλο απόλυτα, σαν κτήμα, σαν ολόκληρο τον κόσμο του. Αυτός που υφίσταται αυτή την ασφυκτική αγάπη, υποβιβάζεται στο όνομα της μοναδικής θέσης που νομίζει ότι κατέχει στη ζωή του συντρόφου του και το αποτελέσματα είναι η αλληλεξάρτηση.
Η αλήθεια είναι πως η αγάπη οφείλει να γιατρεύει κι όχι να αρρωσταίνει. Αυτή η παλιά, η καθαρή εκδοχή της είναι που ξυπνά με το σεβασμό και κοιμάται με την αποδοχή όλων όσων είσαι. Η διαστρεβλωμένη εκδοχή με την οποία την υμνούμε σήμερα είναι τα πάντα, εκτός από αληθινή αγάπη. Και κάπως έτσι, εγκλήματα τεράστιου μεγέθους βαφτίστηκαν «από έρωτα και πάθος». Δεν ήταν εγκλήματα πάθους, όπως ονομάστηκαν, αλλά μια γιγαντιαία πλάνη του τι εστί «αγαπώ». Τα ερωτικά εγκλήματα έχουν τις ρίζες τους στην απελπισία, στην αποτυχία του να αισθανθείς με τρόπο υγιή για σένα και για τον σύντροφό σου, όχι την υπέρμετρη αγάπη και λατρεία, όσο κι αν θέλουμε έτσι να τα δικαιολογούμε.
Εγκλήματα σε ολόκληρο τον κόσμο που πάντα προκαλούσαν την προσοχή κι έσπερναν σάλο στο άκουσμά τους καλύφθηκαν κάτω από το πέπλο του τρελού αισθήματος, ενώ η αλήθεια είναι πως καμία σχέση δεν είχαν ποτέ με αυτό. Η λεγόμενη «γυναικοκτονία», βασίζεται στην αντίληψη πως κάποιος αφαιρεί μια ζωή επειδή το θύμα είναι γυναίκα- αυτός είναι ο πρώτος λόγος και το βασικότερο κίνητρο. Η ιστορία, βέβαια, έχει αποδείξει πως τα εκδικητικά κίνητρα κι αυτός που θανατώνει επειδή νομίζει ότι αγαπά, δεν έχουν φύλο.
Υπάρχει, ωστόσο, μια τάση να προτιμάται ως θύμα η γυναίκα κι όσα η ίδια πρεσβεύει. Η πατριαρχία όσο κι αν δε θέλουμε να το παραδεχτούμε κυβερνά ακόμα κι ονομάζει εγκλήματα πάθους τις πράξεις ανεπάρκειας. Με αφορμή τα συναισθήματα ζήλιας -που είναι το ακριβώς αντίθετο της αγάπης-, στο όνομα της τιμής και με πρόφαση το θολωμένο μυαλό κανείς δε μιλά για πατριαρχικά κατάλοιπα, αλλά για οικογενειακές τραγωδίες κι ανεξέλεγκτο έρωτα.
Τα βαθιά ριζωμένα στερεότυπα, δε μας αφήνουν να πούμε πως προοδεύουμε κι εξελισσόμαστε κοινωνικά. Πώς να μην ονομάσουμε μια κοινωνία πατριαρχική όταν η καλή γυναίκα συνδέεται ακόμη με το νοικοκυριό, την πίστη και την υπακοή; Κι επειδή έτσι ακριβώς έχουμε μεγαλώσει, είναι αδύνατο να συνειδητοποιήσουμε ότι ζούμε μέσα στο σύστημα που έχουμε εμείς οι ίδιοι δημιουργήσει. Σαν μια δική μας φυλακή, για την οποία αντιδρούμε και φαινόμαστε γελοίοι, αφού βρίζουμε το δικό μας κατασκεύασμα.
Δε φτάνουν στο έγκλημα μόνο οι ψυχικά ανήσυχοι, αλλά κι οι απλοί οικογενειάρχες, επαγγελματίες, οι «νοικοκυραίοι», εκείνοι από τους οποίους το περιμένεις, ή και όχι. Και ναι, ο όρος «γυναικοκτονία» πρέπει να βγει από τα εισαγωγικά και να αναγνωριστεί. Κινδυνεύει η αξία του όρου να χαθεί και να κρυφτεί πίσω από ανώφελα εκδικητικά κίνητρα. Δεν πρέπει να χαθεί, αλλά να προστατευθεί νομικά.
Δεν είναι άρρωστη η αγάπη, εμείς την παρουσιάζουμε εκδικητική, την προσβάλλουμε και την ξεφτιλίζουμε, τη βάζουμε σφαίρα στο όπλο και τραβάμε τη σκανδάλη. Μέχρι να φτάσει η μέρα που θα συνειδητοποιήσουμε πως χωρίς το φως της, θα είμαστε για πάντα σκοτεινοί κι εμείς και οι ψυχές μας. Μέχρι να χρειαστεί να τη φτιάξουμε και να μην υπάρχει τρόπος, γιατί θα τους έχουμε εξαντλήσει για να την εξαφανίσουμε.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου