«Μόνο ένας άνθρωπος με κατάλαβε κι αυτός δε με κατάλαβε». Friedrich Hegel.
Επανάσταση ήσουν. Μια επανάσταση πρωτόγνωρη, εξαιρετικά διαφορετική απ’ όσα ευγενικά ήμουν εγώ. Χαμόγελο ειρωνικό με μια διάθεση να εναντιωθεί στα πάντα και να τα επικρίνει πριν το επικρίνουν εκείνα πρώτα.
Ταξίδι ήσουν. Ταξίδι στην ελευθερία του αγνώστου, στο παρόν που ρουφούσαμε και εκπνέαμε, αφήνοντας τον καπνό να ζωγραφίζει στιγμές επάνω μας. Στιγμές που δε φεύγουν, όπου κι αν πας εσύ. Τις στριμώχνω κάθε φορά που ετοιμάζομαι για κάπου, ποτέ δεν τις ξεχνώ πίσω. Τις χρειάζομαι, με άλλαξαν, με έμαθαν.
Ανεξήγητα και μοιραία προορισμένα για ένα συναίσθημα έντονο, που ξετυλίχθηκε, γιατί το γούσταρε. Παρορμήσεις της στιγμής που έγιναν διαδρομές με χέρια μπλεγμένα, με δάχτυλα που δεν ήθελες να λυθούν μέχρι να ‘ναι ασφαλή, με φιλιά στο μέτωπο που τα σκέφτεσαι πριν κοιμηθείς. Μια ασφάλεια συνώνυμη του ονόματος που κάποτε λάτρεψες.
Με λάθη, με πάθη, με σημειώματα στον καθρέφτη. Υποσχέσεις σαν καλημέρες, αφού ξημέρωνε και φάνταζε γιορτή μαζί σου. Αλλιώτικοι άνθρωποι, συνταξιδιώτες μυστικοί. Με βαλίτσες που άδειαζαν και γέμιζαν σαν το κρασί, το κόκκινο, το γλυκό.
Απογοητεύσεις που μύριζαν μπαρούτι εξαιτίας εκείνου του χαρακτήρα του εγωιστή. Σαν παιχνίδι, αν άλλαζες έχανες. Κάθε μήνας και παρτίδα, κάθε ζαριά και συναίσθημα. Τόσα απομεινάρια, πού τα ‘κρυψες εσύ; Εμένα, μ’ έκαναν να πέφτω χαμηλά και τα ξεφορτώθηκα. Φαντάσματα ποτέ δε θα ταΐσω, τουλάχιστον όχι όσο περνά απ’ το χέρι μου.
Οικειότητα τέτοια πού θα ξαναβρώ; Μπορείς εσύ να βρεις; Απ’ αυτή την παιδική, με το γνωστό ήχο στην είσοδο και το χερούλι ν’ ανοίγει μόνο του, γιατί ήξερε το σύνθημα τόσες φορές που τ’ άκουσε. Κάνε χώρο στη μεριά μου κι ας μην έρθω. Σ’ εκείνη τη μεριά που δεν άφηνες λεπτό σε ησυχία, που την έψαχνες συνεχώς και την κοιτούσες για να βεβαιωθείς πως είναι γεμάτη. Τότε, που νόμιζες ότι ήξερες τον τρόπο.
Δύσκολα φεγγάρια, άνθρωποι που ανάθεμα κι αν κατάλαβαν ποτέ ο ένας τον άλλον. Παράλληλοι κόσμοι, που αλληλοπληγώθηκαν αντί να φέρουν ευτυχία στο διάβα τους. Αφού, μπορούσαν. Ένα «μαζί», που έγινε δύσκολο γιατί έτσι του ‘παν. Μια θύμηση που υποσχέθηκε να μην πονά, μα δεν τα κατάφερε. Ποια ανωτερότητα; Στον έρωτα δεν έχει υπερηφάνειες, καρδιά μου.
Ξέρεις κάτι; Δεν καταλαβαίνω πια τον τρόπο που γελάς, τον παρεξηγώ. Δεν καταλαβαίνω πια τον λόγο που αντιδράς σε κάθε μου λέξη, με κουράζει. Δε σε καταλαβαίνω πια και κάποτε σ’ ερμήνευα ολόσωστα. Δε σε καταλαβαίνω. Το όνομά σου, το διαβάζω και δεν το αναγνωρίζω. Τη φωνή σου όταν την ακούω, την μπερδεύω. Όσα αναίρεσες, ό,τι ξέχασες και απλούστευσες πανηγυρικά δεν έχω τη δύναμη να τα εξηγήσω πλέον. Κι όταν ψάχνεις λόγους για ν’ αγαπάς, τότε δεν υπάρχει κανένας λόγος να δηλώνεις παρών.
Η χροιά της φωνής μου άλλαξε. Κι όταν τα λόγια μπουν στη σωστή σειρά, όταν τα μάτια δε θα ‘ναι πια υγρά, όταν οι υποσχέσεις δε θα γρατζουνούν σαν πρώτα, να ΄ρθεις. Όταν αδειάσει η ψυχή και ηρεμήσει απ’ την πολυκοσμία, όταν καταρρεύσει απ’ το «μου λείπεις», όταν δε θα ξεκουράζεται πουθενά αλλού, να ‘ρθεις. Κι αν είναι αργά, μη φοβηθείς. Δεν μπορεί, κάπου θα υπάρχει κι ένας κόσμος για μας.
«Αφότου μετακόμισες, όταν άκουσα για πρώτη φορά τη φωνή σου στο τηλέφωνο, νόμισα ότι κάποιος άλλος έχει προλάβει την κλήση και με περιέπαιζε. Ύστερα, θυμήθηκα ότι αυτή είναι η χροιά σου όταν είσαι χαρούμενη».
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.