Μπορεί κανείς να εντοπίσει τη λέξη «ραπ» ήδη από τον 15ο με 16ο αιώνα στη Βρετανία με τη σημασία του «χτυπάω, χτύπημα». Αργότερα, ακολούθησαν πολλές παραλλαγές της με κυριότερη αυτή της ομιλίας. Η ιστορία της ραπ μουσικής ξεκινά τη δεκαετία του 1970 με Αφροαμερικανούς και Λατίνους έφηβους ή αλλιώς “Griots” να απαγγέλουν ρυθμικά ιστορίες του παρελθόντος με τη συνοδεία χειροποίητων οργάνων και να μιλούν μ’ αυτόν τον τρόπο για τις δυσκολίες και τα προβλήματα της ζωής τους. Αυτή η μορφή εκδήλωσης συναισθημάτων και επικοινωνίας εξακολουθεί να υπάρχει στη Δυτική Αφρική μέχρι και σήμερα.
Στις 11 Αυγούστου του 1973 στο Μπρόνξ της Νέας Υόρκης ο Dj Kool Herc ήταν ο άνθρωπος που ξεκίνησε την κουλτούρα της ραπ μουσικής στα σχολικά πάρτι που διοργάνωνε με την αδερφή του. Η τεχνική που χρησιμοποίησε ονομάζεται looping και αφορά το «σπάσιμο» του τραγουδιού σε μέρη και τη δημιουργία ενός επαναλαμβανόμενου ρυθμού που έχει σήμερα υιοθετηθεί από μεγάλους παραγωγούς ανά τον κόσμο.
Οι δισκογραφικές εταιρείες αντιμετώπισαν τη ραπ ως μόδα της εποχής -όπως το γκράφιτι- και την απέρριψαν αρχικά με συνοπτικές διαδικασίες. Ώσπου το 1979 κυκλοφόρησε το πρώτο ραπ τραγούδι με τίτλο “Rapper’s Delight” και το 1980 το “The Breaks” από καλλιτέχνες που είδαν τα κομμάτια τους να φτάνουν στην κορυφή των προτιμήσεων και τους δίσκους τους να γίνονται χρυσοί. Μάλιστα η δεκαετία του ’80 χαρακτηρίζεται ως η χρυσή εποχή της ραπ.
Κι ενώ η ραπ ήταν ένα είδος εξαιρετικά δημοφιλές στην Αμερική άρχισε να διαδίδεται σε ολόκληρο τον κόσμο, να θίγει θέματα φυλής, εθνικότητας, δικαιωμάτων και να επεκτείνεται στην πολιτική και την οικονομία και να λέει αλήθειες που πολλές φορές δεν τολμούσε κανείς να εκφράσει. Άξιο αναφοράς είναι πως οι ράπερ χρησιμοποιώντας την παλιά τεχνολογία της μουσικής, δηλαδή πικάπ και δίσκους κατάφεραν να δημιουργήσουν κάτι εντελώς καινοτόμο και διαφορετικό.
Ο στίχος της ραπ ήταν από τα γεννοφάσκια του ωμός, σκληρός και μερικές φορές υβριστικός ενώ η μουσική απλώς συνόδευε τα λεγόμενα που απαγγέλλονταν με γρήγορη ταχύτητα και συγκεκριμένο τόνο από τους MC (τραγουδιστές). Με εμπειρίες και βιώματα από την καθημερινή ζωή οι στίχοι ήταν και συνεχίζουν να είναι αυτοσχέδιοι και δυνατοί. Πολλοί καλλιτέχνες μάλιστα χρησιμοποίησαν κάποια στιγμή στίχους από ποιήματα ή κυκλοφόρησαν κομμάτια με δείγματα τζαζ μουσικής, όπως το άλμπουμ Illmatic ενός νεαρού ράπερ το 1994. Τη δεκαετία του ’90 επίσης ήρθε στο προσκήνιο το hardcore ραπ της Νέας Υόρκης και το gangsta ραπ του Λος Άντζελες με ράπερ, όπως ο Puff Daddy, The Notorious B.I.G, Jay-Z και 50 Cent, να το καθιερώνουν.
Η άλλη πλευρά του νομίσματος αφορούσε την ανδροκρατούμενη ραπ και τέθηκαν πολλά ερωτήματα περί σεξιστικών και ομοφοβικών στίχων, ακόμα και στίχων με στοιχεία μισογυνισμού. Παρ’ όλα αυτά δεν είναι λίγες οι γυναίκες που κατάφεραν να εισχωρήσουν στον κόσμο της ραπ και μέσα από τους στίχους τους να στηρίξουν το κίνημα του φεμινισμού. Μέχρι και σήμερα οι άνδρες αποτελούν την πλειονότητα αλλά οι γυναίκες μπορούν επίσης να κάνουν καριέρα σ’ αυτό το είδος μουσικής. Η λογοκρισία ήταν έντονη και εξακολουθεί να είναι, αφού τα ραπ κομμάτια είναι τόσο αυθεντικά που ενδεχομένως να μην απευθύνονται σε όλους. Η ραπ μουσική όμως έχει εξαπλωθεί κι έχει κερδίσει τη θέση της στην τηλεόραση, σε ταινίες και στη βιομηχανία της μουσικής.
Το ελληνικό ραπ συστήθηκε στο κοινό αρκετά αργότερα. Το 2018 τα ραπ κομμάτια στην Ελλάδα άρχισαν να ανταγωνίζονται επάξια το λαϊκό και να κατακτούν την πρωτιά στις τάσεις, στο ραδιόφωνο και στις προτιμήσεις του Spotify. Το 2013 το new school rap ξέφυγε από το παραδοσιακό αμερικανικό στιλ τόσο σε ήχο όσο και σε θεματολογία. Ο πρώτος beatmaker και παραγωγός του ελληνικού χιπ-χοπ ήταν ο Ηχοκράτορας ή αλλιώς Dj ALX που έδωσε το σύνθημα στους υπόλοιπους καλλιτέχνες που γνώρισαν τη ραπ στο ευρύ ελληνικό κοινό.
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.