Το κινητό χτυπούσε σαν τρελό στην κουζίνα. Βροχή έπεφταν τα μηνύματα. Επειδή, όμως, τίποτα δεν είναι τυχαίο σ’ αυτή τη ζωή η λειτουργία βρισκόταν στο αθόρυβο.

Δε θα άλλαζε κάτι, αυτές οι καταστάσεις δεν ελέγχονται, δεν τις προλαβαίνεις. Σε προλαβαίνουν. Δε σε ρωτούν, απλά συμβαίνουν. Συμβαίνουν και σ’ αφήνουν μαλάκα μην μπορώντας ν’ αντιδράσεις. Δείχνεις γελοίος μπροστά στη δική τους μαγκιά.

«Όσα δε φέρνει ο χρόνος, τα φέρνει η στιγμή». Μία στιγμή που πριν δύο λεπτά έμοιαζε απίστευτη. «Αν το σκεφτείς δεν πρόκειται να συμβεί ποτέ. Να φοβάσαι τ’ άλλα, τα απίστευτα, που ποτέ δε σου περνούν απ’ το μυαλό». Τη φοβάμαι τη στιγμή. Άλλωστε, όλοι δε φοβόμαστε κάτι που δεν μπορούμε να ελέγξουμε;

Τέσσερις αναπάντητες και μία απουσία. Όταν ο χρόνος παγώνει. Όταν ακούς να σου λένε τι έχει συμβεί κι εσύ μένεις να κοιτάξεις έναν τοίχο λευκό. Όταν περιμένεις ν’ αρχίσουν οι πάντες να γελούν κι εσύ να νευριάσεις μαζί τους, επειδή δεν έχεις μάθει ακόμη ν’ αυτοσαρκάζεσαι. Όταν η ζωή σε παίζει με τον πιο ανήθικο τρόπο.

Η στιγμή που κλείνεις τη ζωή σου σ’ ένα μπαούλο και γεμίζεις τη βαλίτσα σου με λίγα ρουχαλάκια. Το δευτερόλεπτο που κλείνεις εισιτήριο και πιλοτάρεις το αεροπλάνο για να φτάσεις όσο πιο γρήγορα μπορείς με δική σου ευθύνη. Ευθύνη, τι δύσκολη λέξη!

Κλήση. Στηρίζεις. Είσαι εδώ, αλλά δεν είσαι. Γιατί, μερικές φορές το «πρέπει» είναι η πολυτιμότερη λέξη της γης. Γιατί, πρέπει. Και μετά; Μετά ελπίδα. Ναι, αυτή που πάντοτε πεθαίνει τελευταία κι ας τους χλεύαζες όταν το ξεστόμιζαν. Και πίστη, απ’ αυτή που έχει ο καθένας μέσα του ή πηγάζει από κάπου αλλού, ψηλά ή πιο χαμηλά.

Φταις; Δε φταις. Σε πείθουν πως αυτά τα πράγματα αν είναι να γίνουν δεν μπορεί κανένας να τ’ αποτρέψει. Σε ανακουφίζουν κι ίσως έχουν δίκιο. Τύψεις πολλές, όμως, παρά τα λόγια τους. Ανασφάλεια για τη ζωή μετά απ’ αυτή τη στιγμή. Τη μία και μοναδική στιγμή που χρειάζεται για να αναιρεθούν πολλές.

Αυτά τα σενάρια που εύχεσαι να μη συμβούν σε καμία πραγματικότητα. Αυτές οι πιθανότητες που στοιχειώνουν, που αγχώνουν και μένουν. Μένουν να θυμίζουν σχέδια, ενώ ο Θεός γελούσε. Μένουν να δημιουργούν μία σκοτεινή πλευρά στον κόσμο τον φωτεινό. Μένουν να μετατρέπουν το χαμόγελο σε ξαφνική μελαγχολία που εξηγείται με τη σιωπή.

Κι ύστερα; Ύστερα, δε μιλάμε πια ούτε γι’ αυτές τις αναπάντητες ούτε για ‘κείνες τις μέρες που ήταν αρκετές για να αλλάξουν την ιστορία. Ναι, εκείνη τη δεδομένη που έγινε ζητούμενη. Θυμός. Απαγορεύεται να γυρνάς εκεί. Προχωράμε. Τις ζωές και τις επιλογές των σημαντικών σου δεν μπορείς να τις ελέγξεις. Καλώς ή κακώς. Ευτυχώς ή δυστυχώς. Μπορείς να δηλώνεις, όμως, τη σημαντικότητά τους κάθε λεπτό. Μπορείς να μη μένεις μονάχα στα λόγια. Μπορείς.

Τι όνειρο κι αυτό, ε; Από ‘κείνα που σε τραντάζουν, που σ’ αλλάζουν. Πέντε αναπάντητες, καμία απουσία. Κι αναστενάζεις από ανακούφιση και γελάς κι ευχαριστείς το σύμπαν ολόκληρο. Και κλείνεις ξανά εισιτήρια με μήνυμα «έρχομαι να σε δω, σε πεθύμησα». Και σταματάς τις μαγκιές. Γιατί τα δεδομένα είναι ιδέα απατηλή. Εκδικούνται. Το θέμα είναι να τους κόψεις τον αέρα εξαρχής.

Καμία αναπάντητη. Πέντε εξερχόμενες κλήσεις.

-Κακό όνειρο;

-Εφιάλτης!

-Μη φοβάσαι, αφού το είδες δεν πρόκειται να συμβεί.

Μα, εσύ ξέρεις να προλαβαίνεις τη στιγμή.

 

 

 

Αφιερωμένο στο Περιστεράκι.

Συντάκτης: Γωγώ Κυριακίδου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου