Εκείνη. Εκείνη, που μπορούσε -και μπορεί- πανεύκολα να σε βγάλει έξω απ’ τα ρούχα σου μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, που συχνά έμοιαζε με σάκο του μποξ για να εκτονώσεις τα νεύρα σου, που μπορούσε να σε ακούει να μουρμουρίζεις με τις ώρες, που ερχόταν αντιμέτωπη με το πιο σκληρό σου πρόσωπο, με τον πιο αγενή εαυτό σου. Εκείνη, που έκανες πολλές φορές να κλάψει, που πλήγωσες με λόγια, συμπεριφορές κι αλλόκοτες στάσεις, που πολλές φορές στεναχώρησες, κάποιες απ’ αυτές χωρίς καν να το καταλάβεις. Όλα, εκείνη. Η μαμά σου.
Εκείνος. Εκείνος, που σαν βράχος σήκωνε -πάντα- τα πάντα, που έβαζε τον εαυτό του τελευταίο δίχως πολύ σκέψη για να μη στερηθείς εσύ τίποτα. Εκείνος, που πολλές φορές θεωρούσες δεδομένο, που του απαιτούσες πράγματα δήθεν αυτονόητα, που σε κούραζε -έλεγες- και δεν εκτιμούσες όσο θα ‘πρεπε. Εκείνος, ο ένας. Ο μπαμπάς σου.
Αν μπορούσες με μία κίνηση να πεις «ευχαριστώ» σ’ αυτούς τους δύο ανθρώπους, ο καλύτερος τρόπος θα ήταν ένα δώρο αναψυχής, ηρεμίας και επαναπροσδιορισμού. Ένα ταξίδι χωρίς έγνοιες, δουλειές, σκοτούρες, νεύρα κι υστερίες. Χωρίς παιδιά, σκυλιά, γατιά και τρίτους. Η δυνατότητα για επιστροφή στα παλιά, μα όχι ξεχασμένα. Στην αρχή. Στο «πριν».
Να γυρίσει ο χρόνος πίσω και να φέρει την αγνότητα των εφηβικών τους χρόνων, το άρωμα της παιδικότητας που από χιλιόμετρα μύριζε ο έρωτάς τους, το αλλιώτικο, το ρομαντικό, αλλά με έναν τρόπο δικό τους, με μία έννοια τελείως διαφορετική. Να βρεθούν για λίγο στην αφετηρία, στο σημείο εκκίνησης, να ξαναζήσουν τη στιγμή που αποφάσισαν να δημιουργήσουν μαζί κάτι όμορφο, αμοιβαίο.
Να επιστρέψουν σ’ εκείνη την πρώτη γνωριμία που θ’ αναπολούν πιασμένοι χέρι-χέρι, καθώς θα διασχίζουν την πλατεία του Αγίου Μάρκου στη Βενετία ή του Αγίου Στεφάνου στη Βιέννη. Να έρχονται στο μυαλό εικόνες του παρελθόντος και σχέδια του μέλλοντος ενόσω θα γευματίζουν σ’ ένα απ’ τα πολλά κουτούκια της Αμοργού με τον ήχο των κυμάτων για μουσική, κρασί και λαμπερό ήλιο.
Να μεταμορφωθούν σε μικρά παιδιά, γελώντας δυνατά και κάνοντας ζαβολιές στα όμορφα σοκάκια της Σύρου. Να νοσταλγούν, να τραγουδούν, να παγώνουν μαγικά το χρόνο. Να βγουν για κάποιες μέρες εκτός προγράμματος, να αφιερώσουν χρόνο σ’ εκείνο το εφηβικό «κάτι» τους που τελικά ήταν η αιτία για όλα τα επόμενα που ήρθαν, πέρασαν, έμειναν ή έφυγαν. Εύκολα ή δύσκολα, δεν έχει σημασία. Δεν είχε ποτέ.
Μ’ έναν ζεστό καφέ στο χέρι, που μοσχοβολάει ιταλική μαεστρία να κάνουν βόλτες στη Ρώμη και να παινεύονται αργότερα για όσα έζησαν, έχοντας ως αποδείξεις χιλιάδες φωτογραφίες και βίντεο με στιγμές χαραγμένες -έτσι κι αλλιώς- μέσα τους.
Ένα δώρο που -ίσως- αξίζει περισσότερο από κάθε άλλο, αφού προσφέρει το κυριότερο· χώρο και χρόνο στο «μαζί». Στο «μαζί» που σε δημιούργησε, σε μεγάλωσε και σε αγάπησε όσο κανένας άλλος σ’ αυτόν τον κόσμο. Και κάπως, έτσι, θα βρεθούν χάρη σε σένα στη Ρόδο, καθισμένοι στην αμμουδιά του Αγίου Παύλου -το εκκλησάκι που ενώνει και ευλογεί τόσους ανθρώπους κάθε χρόνο- να τους χαζεύουν και να υπόσχονται κι εκείνοι πως ό,τι κι αν συμβεί θα ‘ναι μαζί, όσο περνούν τα χρόνια όλο και πιο πολύ!
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.