Δε σε νοιάζει, λες. Και ναι, σε πιστεύω. Δεν έχω, άλλωστε, κανένα λόγο να μην το κάνω. Δε σε νοιάζει, λες, τι θα πουν. Και καλά κάνεις, αλλά το σωστό και το λάθος δεν ξέρω ακόμη ποιος τ’ ορίζει, ποιος έχει δικαίωμα να τ’ ορίσει. Γι’ αυτό δε σου γράφω ότι κάνεις σωστά -ποιος το κρίνει το σωστό, μωρέ; Η ίδια ακριβώς αντιπαλότητα που υπάρχει ανάμεσα στην καρδιά και στο μυαλό, η ίδια. Κανένας δε μας έχει πείσει με επιχειρήματα και νοήματα που στέκουν, ώστε να καταφέρουμε επιτέλους να διαλέξουμε ένα απ’ τα δύο.

Δε σε νοιάζει, γιατί θα λένε έτσι κι αλλιώς ό,τι κι αν συμβεί. Το θεωρείς ανώφελο, αφού ανέκαθεν λέγανε. Μερικούς τους πείραζε και τότε δημιουργούνταν αυτοί οι σαματάδες που πραγματικά δεν υποφέρονται. Μιλούσαν οι γειτονιές, δυνάμωναν εχθρικά βλέμματα, χωρίζονταν αντικρουόμενα στρατόπεδα γι’ αυτά τα λόγια. Θα ‘χεις ακούσει χιλιάδες ιστορίες κι εσύ όπως όλοι μας. Άλλοι πάλι δεν κάκιωσαν ποτέ ή τουλάχιστον δεν το έδειξαν. Αδιαφορούσαν και μη σου φαίνεται μικρό πράγμα αυτό– στ’ αλήθεια η αδιαφορία είναι η μεγαλύτερη δικαίωση. Αυτοί τώρα οι τυχεροί -μάλλον- δε γνωρίζει κανείς πού βρίσκονται, μπορεί κάπου μακριά, μπορεί και κάπου εδώ τριγύρω.

Δε σε νοιάζει, αλλά κάποτε σε ένοιαζε. Βλέπεις, κάθε σου επιλογή ήταν στοιχειωμένη απ’ την ενδεχόμενη άποψή τους. Και δεν αναφέρομαι μονάχα στους ξένους, αλλά και στα βλέμματα τα πιο οικεία με τις υψηλές προσδοκίες που ποτέ δεν κατάλαβες από πού ξεφύτρωσαν και ποιος στο καλό τις πότιζε αυτές μέχρι ν’ ανθίσουν. Με τους τρίτους κάτι γίνεται, δεν περνάς απ’ το σπίτι τους, φροντίζεις να μην τους συναντήσεις στο δρόμο τυχαία, χαλάς και τις υποτιθέμενες καλές σου επαφές άμα λάχει γιατί εσύ δεν τα σηκώνεις αυτά κι ούτε γάτα ούτε ζημιά. Οι άλλοι, όμως; Να μην τους καλημερίσεις μία -ντροπή, λέει, η γιαγιά μου-, να μην τους καληνυχτίσεις δύο, τι θα καταφέρεις;

Να μη σε νοιάζει, πολλές φορές στο είπαν. Έλα που, όμως, δεν το πίστεψαν ούτε οι ίδιοι. Κι είναι οξύμωρο -συγκρούεται ολόκληρος ο εσωτερικός σου κόσμους- να σου μαθαίνουν πράγματα που δεν είναι δικά τους, που δεν υπάρχουν μέσα τους μόνο και μόνο για να σε προφυλάξουν προσωρινά, με την ψευδαίσθηση πως εσύ θα το κάνεις διαφορετικά αυτό που εκείνοι δεν μπόρεσαν. Βρε, επιστρέφουν αυτά και μετά άντε να προσπαθείς εσύ μάταια ν’ αλλάξεις κοσμοθεωρίες. Την ευθύνη ποιος θα τη σηκώσει τότε;

Τι να μη σε νοιάζει, τελικά; Ξεκινάμε από λάθος αφετηρία, βασικά. Γιατί να βασίζω όλη μου τη ζωή στο να μη μ’ ενδιαφέρει κάτι; Αφού, επρόκειτο να μη με νοιάξει γιατί μαθαίνω απ’ έξω αυτή τη φράση; Και κάπως, έτσι, συνειδητοποιείς ότι συνήθισες να σε νοιάζει ή μάλλον συνήθισες να πιέζεις τον εαυτό σου να μην τον νοιάζει. Δεν έχουν σημασία οι μικρές ή οι μεγάλες κοινωνίες, οι μικροί ή μεγάλοι άνθρωποι, οι οπισθοδρομικοί ή οι ανοιχτόμυαλοι τύποι. Σημασία έχει εσύ να είσαι καλά. Όχι, δεν είναι εγωιστικό. Ποιος θέλει να ζει ζωές άλλων; Ή τέλος πάντων ποιος τις ζει και δεν είναι δυστυχισμένος;

Θα σε κοιτάξουν, θα το κάνουν είτε σ’ αρέσει είτε όχι. Θα μιλήσουν για σένα ή σε σένα είτε σ’ ενδιαφέρουν τα λόγια τους είτε όχι. Θα σ’ επικρίνουν και δεν έχω ιδέα γιατί. Δεν ξέρω αν είναι λύση το «δεν πειράζει». Δεν ξέρω καν ποια είναι η λύση αν αυτό μπορεί να χαρακτηριστεί πρόβλημα. Καταλαβαίνεις, όμως, ότι φράσεις τύπου «είναι δική μου η ζωή», «δεν έχουν δικαίωμα να λένε για μένα» είναι όπλα στραμμένα προς τον ίδιο μας τον εαυτό, ε;

Ναι, δε σε νοιάζει αλλά τσιμπάει κάτι μέσα σου κάπου-κάπου, γιατί ποτέ δεν το κατάλαβες αληθινά, το παπαγάλιζες απλώς και το ‘λεγες υπέροχα σε κάθε σου εξέταση. Μάταιες και οι φωνές και τα βρισίδια και οι πόρτες που έκλεισαν νευριασμένα ή καλύτερα, απογοητευμένα για να λήξει η συζήτηση. Βλέπεις πώς σπάει ο τσαμπουκάς όταν βρεθεί προ των ευθυνών του, πώς αναιρούνται τα λόγια όταν δεν μπορούν να σηκώσουν τη μεγάλη σημασία τους;

Ωραίος ο ρόλος του ηθοποιού επαναστάτη, γιατί είναι κουλ και ιντριγκάρει να υπερασπίζεσαι τις επιλογές σου, να κάνεις πως τις αγαπάς, να τις διεκδικείς αλλά περπατώντας προς τα πίσω. Αλλού είναι, όμως, η μαγκιά. Σ’ εκείνον που δε διστάζει να εκτεθεί, ν’ αναλάβει την ευθύνη της δικής του ευτυχίας γιατί το γουστάρει ρε γαμώτο να φάει το κεφάλι του. Κι όσο υπάρχουν τέτοιοι μάγκες άνθρωποι εγώ δε φοβάμαι.

Συντάκτης: Γωγώ Κυριακίδου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου