Τον Άκη τον γνώρισε γύρω εκεί στα δεκατρία. Δύσκολη ηλικία και τώρα που καμιά φορά το φέρνει στο νου της δεν ξεχωρίζει αν ήταν ο πρώτος εφηβικός της έρωτας ή ακόμη χειρότερα παιδική αγάπη.
Η καρδούλα της χτυπούσε σαν έτοιμη να βγει από το στέρνο και να πάρει σβάρνα τα σοκάκια του μικρού χωριού όπου παραθέριζε, με κίνδυνο να την πατήσουν οι τουρίστες.
Άσε εκείνο το περίεργο συναίσθημα στο στομάχι που έμοιαζε σα δεκάδες πεταλούδες να έχουν αψηφήσει τα εκατοντάδες ναυτικά μίλια και να ταξίδεψαν πρώτη θέση από Ρόδο, για να μπουν μέσα της και να την αναστατώσουν.
Ένα του βλέμμα έφτανε να της κόψει τα παιδικά της πόδια και τις νύχτες το μαξιλάρι μούσκευε από τα δάκρυα για εκείνον, που το μυαλό των τριών έβλεπε σα πρίγκιπα, καβάλα στο άσπρο άλογο να έρχεται να την πάρει αγκαλιά, να την κάνει να νιώσει σαν την πριγκίπισσα του παραμυθιού ή έστω σαν τη Βουγιουκλάκη ντυμένη υπολοχαγός Νατάσα.
Μεγαλύτερος εκείνος, έμπειρος έλεγε στους φίλους του διηγούμενος τα δήθεν κατορθώματά του σαν τα ανέκδοτα με τους ψεύτες ψαράδες και τους αρχιψεύταρους κυνηγούς, δεν άργησε να καταλάβει την αδυναμία της μικρής. Το παιχνίδι ξεκίνησε και κράτησε σαν από τραγική ειρωνεία 13 ολόκληρα χρόνια, όσα τα δικά της όταν ένιωσε το πρώτο σκίρτημα.
Εξαφανίσεις και επανεμφανίσεις από το πουθενά, ατέλειωτα χιλιόμετρα ανάμεσά τους, χωρισμοί και επανασυνδέσεις και λόγια μεγάλα που έκαναν την εικοσιπεντάχρονη πια, μα δεκατριάχρονη ακόμη σ’ αυτή τη σχέση να πιστέψει πως ήταν ο Ένας.
Η σχέση τους ένα ατέλειωτο παιχνίδι κι όμως κάποτε ήρθε και η ώρα της ενηλικίωσης αφού προηγήθηκε μια νύχτα μαγική κι ονειρεμένη γεμάτη γλυκόλογα κι υποσχέσεις, φιλιά κι αγκαλιές αλλά μέχρι εκεί. Ό,τι δηλαδή λαχταρά η τρυφερή ψυχή μιας έφηβης.
Ήταν μια άλλη νύχτα, όμως, εκείνη που την προσγείωσε στην πραγματικότητα, μια νύχτα σ’ ένα ξενοδοχείου του κέντρου, όχι αυτά τα φτηνά που σου φέρνουν μόνιμα στο νου κάτι γρήγορο και βρώμικο, αλλά αντίθετα προσεκτικά διαλεγμένο για να ολοκληρωθεί με τον καλύτερο τρόπο ο μεγάλος έρωτας. Ή τουλάχιστον αυτός που νόμιζε η μικρή μας πρωταγωνίστρια.
Δεν ήταν μόνο που το σεξ (ναι τέτοιο ήταν και επ ουδενί έρωτας) ήταν μια απ’ τα ίδια, ήταν που η καρδιά της δε χτύπησε και οι πεταλούδες έμοιαζαν να έχουν γυρίσει ανεπιστρεπτί στα Δωδεκάνησα.
Όλα λίγα, όλα στενάχωρα, όλα μέτρια.
Τρελό το ξενέρωμα, λοιπόν, και στα χρόνια που ήρθαν ούτε τον θυμάμαι. Γιατί τότε αν με ρωτούσες, θα σου έλεγα αναγνώστρια πως καλύτερα να μην το είχα ζήσει ποτέ το απωθημένο ώστε να μη βγει ξενερωμένο αλλά όμορφο και δυνατό όπως το είχα πλάσει στο νου μου, όπως κι εσύ το έφτιαξες είτε ήσουν δεκατρία σαν εμένα, είτε σαραντατρία.
Κι όμως η επιμονή της φιλενάδας μου χθες βράδυ πως όλα μπορεί να τα αντέξει στην αδιέξοδη σχέση που έμπλεξε εκτός του να πει «δεν άξιζε» τον κόπο, ή κοινώς να της βγει μάπα το καρπούζι, με ανάγκασε να τον ανασύρω τον υπεύθυνο του ξενερώματος από το παλιοντούλαπο που τον είχα κλεισμένο.
Η σχέση της αδιέξοδη μεν, απογειωτική δε. Οδυνηρά υπέροχη κι εκείνος παρά τα πολλά ελαττώματά του δείχνει και αποδεικνύει πως την αγαπά αλλά αυτό δεν είναι πάντα αρκετό.
«Δε θέλω να μετανιώσω. Δε θέλω να πω πως κατέστρεψα τη ζωή μου για ένα ψέμα. Κι αν ακόμη τελειώσει, που θα τελειώσει, θέλω να ξέρω πως ήταν αληθινό και πως άξιζε τον κόπο» επιμένει.
Μέσα μου είμαι σίγουρη, όπως κι εκείνη. Ναι ο έρωτάς της ο αδιέξοδος τον αξίζει τον κόπο. Τον πόνο όμως; Ναι, ξέρω.
Ο χρόνος είναι ο καλύτερος γιατρός. Κλισέ, όμως, η φράση σας.
Στα αληθινά ο χρόνος σου γυρνάει την πλάτη. Από γιατρός γίνεται δυνάστης και ζεις μια ζωή αγκαλιά με το «γιατί».
Ναι, ό,τι αξίζει πονάει κι είναι δύσκολο. Κλισέ κι αυτό. Αληθινό αλλά κλισέ. Γιατί δε μας εξηγεί για πόσο και πόσο πονάει. Για πάντα και πολύ είναι η απάντηση. Σκληρή και κυνική.
Ναι την καταλαβαίνω την αγωνία της. Όλοι μας, εξάλλου, αυτό δεν κυνηγάμε; Αυτό που αξίζει.
Ο πόνος όμως, δε γιατρεύεται. Και τότε είναι που σκέφτεσαι πως κάλλιο να σου βγει μάπα το καρπούζι.