Ο Χόρχε Μπουκάι, κάποτε, είχε πει πως ο έρωτας είναι η ανιδιοτελής προσπάθεια να δημιουργήσεις χώρο στον άλλο για να είναι όπως θέλει να είναι. Να έχει την ελευθερία να εκφράσει τις σκέψεις του και τα συναισθήματά του. Να έχει την ελευθερία να πράξει χωρίς να φοβάται. Να είναι ελεύθερος από όλες τις απόψεις. Ούτως ή άλλως κι ο ίδιος ο έρωτας έχει εκ φύσεως ελευθερία.
Σε μια σχέση συνυπάρχουν δύο διαφορετικοί άνθρωποι που συντελούν μια οντότητα. Διαφορετικοί χαρακτήρες, με διαφορετικές εμπειρίες κι ιδανικά. Παρ’ όλα αυτά όμως, προσπαθούν να δημιουργήσουν μια αρμονική σχέση μεταξύ τους. Όλοι έχουν τα ελαττώματα τους και αυτό πρέπει να είναι σεβαστό και κατανοητό και από τις δύο πλευρές. Είναι μοναδική η στιγμή που δύο τόσο διαφορετικοί κόσμοι ενώνονται και καταφέρνουν διατηρήσουν τη χρυσή τομή. Ένα από τα πιο σοβαρά λάθη, όμως που γίνονται στις σχέσεις, είναι πως σε καταστάσεις έντασης κι ασυμφωνίας ο ένας προσπαθεί να διορθώσει και να βελτιώσει τον άλλον. Να τον φέρει στα δικά του μέτρα και σταθμά. Να του αλλάξει την ψυχοσύνθεση.
Από την άλλη, η συχνή εφαρμογή της αποδοχής είναι ίσως μια προσπάθεια που δεν αξίζει τον κόπο. Κι όλη αυτή η συνθήκη ίσως να έχει ως αποτέλεσμα τη γρήγορη κι άμεση ρήξη ανάμεσά τους. Είναι σίγουρο πως σε μία σχέση, για να διατηρηθεί κάποια ισορροπία, θα υπάρξουν συμβιβασμοί. Όταν όμως συμβαίνει μια επαναλαμβανόμενη λανθασμένη κατάσταση, το να βάζει ο ένας συνέχεια τον εαυτό του σε άβολη θέση, έχει την κατάληξη να τον μειώνει ως άτομο κι έμμεσα αποδέχεται τις πράξεις του άλλου.
Κι ύστερα για την αποφυγή ίδιων συνεχόμενων καταστάσεων, ο ένας σιωπά. Τι σημαίνει όμως αυτή η σιωπή; Η σιωπή είναι ξεχωριστή γλώσσα. Ερμηνεύεται ανάλογα είτε ως αποδοκιμασία, οργή, σκεπτικισμός, είτε ως φόβος. Όπου υπάρχει, λένε, σιωπή κάτι κρύβεται. Συνήθως χρησιμοποιείται ως μέσο αποφυγής της επικοινωνίας και της σύνδεσης. Είναι ο φόβος της αυτοαποκάλυψης και της απόρριψης που σηματοδοτεί την οριακή ανασφάλεια και την διαρκή αμφιβολία. Είναι η σιγή που τηρείται για να μην εκθέσουν ή πληγώσουν τον άλλον ή πουν πράγματα που δεν πρέπει. Ή όταν μπαίνει μπροστά ο εγωισμός κι η έννοια της συγγνώμης εξατμίζεται.
Η σιωπή τις περισσότερες φορές στέλνει λανθασμένα μηνύματα. Άλλα προσπαθεί να περάσει ο ένας, αλλιώς τα εκλαμβάνει και τ’ αναλύει ο άλλος. Αυτό επιφέρει παρεξηγήσεις κι αδικίες και συχνά καταλήγει σε αδιέξοδο. Έπειτα έρχεται κι η άρνηση. Άρνηση να μιλήσεις, να εξηγήσεις, να συζητήσεις, να βρεις πού είναι το πρόβλημα και να το διορθώσεις. Μπαίνουν στη μέση όλ’ αυτά τ’ αρνητικά συναισθήματα που κυριεύονται από τον θυμό και χάνεται το μέσο της επικοινωνίας. Παίρνουν θέση, η απογοήτευση, ο εκνευρισμός, η εγωπάθεια. Συναισθήματα που μπορεί να αποβούν μοιραία για μία σχέση. Ο ατομικισμός δεν έχει θετικά αποτελέσματα και φυσικά και δεν είναι δημιουργικός.
Τέλος, έρχεται η αποξένωση κι η παραίτηση. Χάνονται όλα τα όνειρα, χάνεται η όρεξη για προσπάθεια, η όρεξη για λύσεις. Απλώς υπάρχεις σ’ αυτή τη σχέση, απλά και μόνο για να υπάρχεις. Και μετά τι; Πώς μπορείς να επαναφέρεις τη σχέση στην αρχική της μορφή; Πώς μπορείς ν’ αρχίσεις να εμπιστεύεσαι ξανά;
Όταν κλονιστεί το αίσθημα της εμπιστοσύνης, χάνεται όλο το παιχνίδι. Είναι δύσκολο να γυρίσουν τα πράγματα στην αρχική τους κανονικότητα. Σε μία σχέση όλα έχουν τον δικό τους ξεχωριστό ρόλο. Το κάθε συναίσθημα ξεχωριστά. Οι κάθε πράξεις ξεχωριστά. Κι όλα μαζί συντελούν την αρμονία και την ισορροπία σε μία σχέση. Όχι μόνο θα πρέπει να υπάρχει αμοιβαιότητα στη σχέση, αλλά κι η αίσθηση της αγάπης προς στον εαυτό του ο καθένας. Ο έρωτας, για να είναι γνήσιος, έχει απόλυτη ανάγκη την αλήθεια κι ο φόβος έχει απόλυτη ανάγκη το ψέμα.
Γι’ αυτό είναι σημαντική η ελευθερία σε μία σχέση, όπως κι η κατανόηση. Οι συζητήσεις έχουν ζωτικό νόημα, όπως κι η ακοή. Εκεί ίσως χρειάζεται η σιωπή. Όταν ο άλλος προσπαθεί να τοποθετηθεί και να εξηγήσει αυτά που αισθάνεται. Εκεί σιώπα λίγο κι άκου. Θα καταλάβεις πολλά.
Να μιλάτε. Τουλάχιστον σ’ εκείνους που θέλετε στη ζωή σας. Γιατί η σιωπή φέρνει παρεξηγήσεις. Κι όπως είχε πει και ο Jean-Paul Sartre, «κάθε λέξη έχει συνέπειες και κάθε σιωπή το ίδιο».
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου