«Ιστορία μου, αμαρτία μου, λάθος μου μεγάλο.» Ο αξεπέραστος αυτός στίχος έγινε, για πολλούς, ο ορισμός κι ίσως κι η απενοχοποίηση της αμαρτίας. Ένα μικρόβιο, λοιπόν, η αμαρτία, που έχει ριζώσει μέσα μας. Ένα μικρόβιο που αναζητούμε και δε θέλουμε να το αποχωριστούμε.
Τα δίχτυα της απλωμένα παντού∙ απ’ το νόστιμο κι επιβλαβές για την υγεία μας φαγητό μέχρι το κοινωνικά μη ορθό και τον ερωτικό λαβύρινθο στον οποίο μας παρασύρουν τα πάθη. Καραδοκούν οι αμαρτίες να σε φυλακίσουν, τάζοντάς σου απολαύσεις γλυκές σαν νέκταρ. Κάποιοι ρισκάρουν να πιουν από αυτό το δισκοπότηρο, αδιαφορώντας για τις συνέπειες. Υπηρετούν πιστά τη θητεία τους στην αμαρτία και κλείνουν το μάτι στην ηδονική ευχαρίστηση που τους προσφέρει -κι ας ξέρουν πως θα την πληρώσουν ακριβά.
Είναι άτρωτοι ή απλά αφελείς; Αγκαλιάζουν το απαγορευμένο τόσο σφιχτά που στο τέλος δεν μπορούν οι ίδιοι να ανασάνουν. Άλλοτε τους πνίγουν οι τύψεις. Άλλοτε τα αποτελέσματα των πράξεών τους. Για μερικά δευτερόλεπτα, λεπτά, ώρες ή ακόμη και μέρες νιώθουν γεμάτοι, ικανοποιημένοι, ευτυχισμένοι -κι αυτό τους αρκεί. Στο βωμό της στιγμιαίας απόλαυσης ρισκάρουν τα πάντα. Άλλωστε, το γρήγορο και το εύκολο είναι προτεραιότητα για πολλούς. Αξίζει, όμως;
Αμαρτία δεν είναι ο έρωτας αλλά η αδυναμία του ανθρώπου να ελέγξει τα πάθη του. Κάθε πράξη, αίσθημα ή σκέψη που ‘ναι αντίθετη με τους κανόνες λειτουργεί σαν διεγερτικό χάπι. Πρώτη διδάξασα η Μαντάμ Μποβαρί, του Γκυστάβ Φλωμπέρ, η πλέον κυνική και συγχρόνως διαχρονική μοιχαλίδα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Ερωτοτροπώντας με τη λαγνεία, οι περισσότεροι κοιτούν μονίμως το ξένο, το απαγορευμένο. Πόσοι δεν έχουν λαχταρίσει το γεύμα του διπλανού σε ένα εστιατόριο; Η παγίδα του ανικανοποίητου!
Ορισμένοι ισχυρίζονται πως δεν μπορούν να ζήσουν μακριά απ’ τις κρυφές του επιθυμίες. Δεν αντέχουν δίχως τη διπλή ζωής τους, δίχως ένα πέπλο μυστηρίου. Αναζητούν διαρκώς το «κάτι άλλο», ό,τι κι όσα κι αν έχουν, φλερτάροντας με την απληστία.
Όταν ερωτευόμαστε στην ουσία αναγεννιόμαστε μέσα απ’ τη σχέση μας. Αφού, λοιπόν, όλοι αναζητούμε τον έρωτα, αυτήν την ένωση που δίνει ζωή, γιατί απατούμε κι ύστερα επαιτούμε την προσοχή όσων δεν είναι πια μαζί μας;
Υπάρχουν κι εκείνοι που είναι υπέρμαχοι της πιστότητας των συναισθημάτων τους. Οι λίγοι που αγκαλιάζουν τα «θέλω» και τους φόβους τους, δείχνοντας την έξοδο σ’ αυτό που εκείνοι θεωρούν αμαρτία. Αυτοί που μπορούν να αισθάνονται πλήρεις μες στην τάξη και την ηθική. Που ασπάζονται το «μέτρον άριστον» των αρχαίων Ελλήνων κι έχουν οδηγό τους τις εντολές. Η πυξίδα τους δεν αλλάζει, όσοι δελεαστικοί αποπροσανατολισμοί κι αν βρεθούν μπροστά τους. Ζουν ήρεμοι και γαλήνιοι. Είναι αυτοί που μισούν την αμαρτία, όμως συνάμα αγαπούν τους αμαρτωλούς. Τους αντιμετωπίζουν ίσως σαν αδύναμους, σαν ασθενείς, που χρειάζονται την αντιβίωσή τους για να συνέλθουν.
Αν δεν υπήρχε καμία ηθική απαγόρευση πιθανότατα οι εθισμένοι στην αμαρτία να μην υπέκυπταν σε αυτή. Ίσως, όμως, κι η έλλειψη οποιουδήποτε φραγμού να δημιουργούσε μία χαοτική ασυδοσία.
Υπάρχουν αμαρτίες αθώες, όσο ένα κολασμένο γλυκό εν μέσω δίαιτας, κι υπάρχουν κι εκείνες που σκοτεινιάζουν την ψυχή, εκείνες οι πράξεις που δε θες να τις αγγίξεις ούτε σαν σκέψεις μέσα στο μυαλό σου, οι λεγόμενες «ασυγχώρητες αμαρτίες». Ο καθένας από εμάς έχει διαφορετικό μέτρο συγχώρεσης, αφού κι η ίδια η ηθική είναι υπόθεση προσωπική κι άρα υποκειμενική, ωστόσο όλοι ξεχωρίζουμε κι αποδεχόμαστε ορισμένα ηθικά όρια. Αναγνωρίζουμε πως η δολοφονία, ο βιασμός –ψυχικός και σωματικός– η ληστεία είναι στυγερά εγκλήματα. Ας μην το βαρύνουμε, όμως, τόσο, ας μείνουμε στα ερωτικά αδιέξοδα.
Κι ας κλείσουμε με τα σοφά λόγια του κορυφαίου θεατρικού συγγραφέα, σκηνοθέτη κι ηθοποιού, Χένρικ Ίψεν: «Η μεγάλη αμαρτία, η ασυγχώρητη, είναι όταν σκοτώνεις μέσα σ’ έναν άνθρωπο την αγάπη.»
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη