Το ξυπνητήρι χτυπάει και εσύ δεν το ακούς ποτέ. Φταίει που κοιμήθηκες στις τρεις το πρωί, προετοιμάζοντας την παρουσίαση του αυριανού meeting στο γραφείο. Οχτώ παρά πέντε η ώρα και εσύ κοιμάσαι ακόμα. Ξάφνου, κάποια καλή νεράιδα θα σε κάνει να κοιτάξεις το ρολόι μέσα στον ύπνο σου, συνειδητοποιώντας έντρομος πως η ώρα είναι οχτώ και πέντε. Κι είναι το πρωινό που ήθελες να ξυπνήσεις μια ώρα νωρίτερα για να έχεις χρόνο να ετοιμαστείς και να πιεις τον καφέ σου δίχως άγχος. Μέσα σε 17 λεπτά, έτοιμος στην τρίχα, τρέχεις προς τη στάση του λεωφορείου.
Φτάνεις, λοιπόν, και δίπλα σου περιμένει μια κυρία γύρω στα πενήντα, η οποία σε κοιτάζει από πάνω μέχρι κάτω. Από αμηχανία χαμογελάς και αμέσως παίρνει θάρρος και σου λέει πως έχει αργήσει το λεωφορείο σήμερα. Εσύ χαμογελάς και πάλι, απαντώντας «πράγματι».
Τι το ‘θελες; Αρχίζουν, λοιπόν, οι απανωτές ερωτήσεις. Σε ρωτάει αν έχεις αργήσει στη δουλειά, πού δουλεύεις, πόσες ώρες, αν σας πληρώνουν καλά, αν είναι μεγάλη ταλαιπωρία το λεωφορείο, πώς καταφέρνεις και τα προλαβαίνεις όλα. Οι δικές σου απαντήσεις πάντα μονολεκτικές, ενώ οι ερωτήσεις της κυρίας προεκλογική ομιλία.
«Καλά το κατάλαβα πως είστε σε αυτή τη θέση, φαίνεται, άλλωστε, από την ενδυμασία σας. Μήπως χρειάζεστε άτομα στην εταιρία; Μια ανιψιά μου μόλις πήρε το πτυχίο της ∙ τόσο καλό κορίτσι κι όμορφο, αλλά μια δουλειά δε μπορεί να βρει», συνεχίζει η κυρία το μονόλογο του παραλόγου. Το κεφάλι σου κοντεύει να σπάσει αλλά το ήθος και οι αρχές σου δεν σου επιτρέπουν να της πεις να βγάλει τον σκασμό. Περιμένεις έτσι υπομονετικά να φτάσεις στην επόμενη στάση για να κατέβεις.
Μα πού το βρίσκουν τόσο θάρρος -ή καλύτερα θράσος- αυτοί οι άνθρωποι; Overfriendly τύποι που συναντάς και σε πέντε λεπτά συμπεριφέρονται λες και είστε κολλητοί δέκα χρόνια. Η οικειότητά τους φτάνει σε τέτοιο βαθμό, που οριακά καταπατούν την ιδιωτικότητά σου. Δε θα σε πούνε άμεσο, ανοιχτό και έξω καρδιά, αν μόλις γνωρίσεις τον άλλο τον περάσεις από κανονική ανάκριση. Γίνεσαι κουραστικός και πιθανότατα να νομίζουν ότι προσπαθείς να κρύψεις την κοινωνική σου αμηχανία. Άλλο ευγενικός και καλοπροαίρετος κι άλλο ενοχλητικός και αδιάκριτος.
Σκεφτείτε πόσες φορές έχουμε γνωρίσει τέτοιους ανθρώπους. Στο τρένο, σε κοινή παρέα, στο πάρκο, ακόμα και την ώρα που πάμε να πετάξουμε τα σκουπίδια στον κάδο. Την πρώτη φορά που μου έτυχε σκέφτηκα πως οι άνθρωποι αυτοί λόγω μοναξιάς θέλουν κάπου να μιλήσουν. Συναντώντας όμως όλο και συχνότερα τέτοιες προσωπικότητες και προσπαθώντας να τις αναλύσω, διαπίστωσα πως διακατέχονται περισσότερο από περιέργεια κι έλλειψη διακριτικότητας, παρά από μοναχικότητα.
Το μόνο που μπορείς να κάνεις όταν συναντάς overfriendly τύπους είναι να τους αποφεύγεις διακριτικά και ευγενικά. Να χαμογελάς και να δείχνεις ενοχλημένος με τον τρόπο σου, αλλά χωρίς να τους προσβάλεις. Διαφορετικά, αν «δώσεις θάρρος στο χωριάτη» που λέει κι η λαϊκή παροιμία, πιθανότατα να χρειαστείς ένα κουτάκι με παυσίπονα για τον πονοκέφαλο.
Παράδοξη οικειότητα του αγνώστου, λοιπόν, όπως θα χαρακτήριζαν κάποιοι τους ενοχλητικούς αυτούς τύπους. Ό,τι και να κάνεις δύσκολα θα τους διακρίνεις από απόσταση, ώστε να τους αποφύγεις. Απλώς όσο πιο γρήγορα τους δώσεις να καταλάβουν ότι το παρατράβηξαν με τις ατελείωτες ερωτήσεις τους, τόσο πιο σύντομα θα βρεις την ησυχία σου.
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.