Πόσες βραδιές δεν πέρασες με τον κολλητό, τη σχέση σου ή ακόμα και μόνος σου αγκαλιά με τα ποπ-κόρν, χαζεύοντας μπροστά από μια οθόνη; Ταινίες που λάτρεψες και δε χόρταινες να βλέπεις ξανά και ξανά, σειρές που κόλλησες κατά περιόδους, ξένες ή ελληνικές και ξημεροβραδιάστηκες για να παρακολουθήσεις, χτυπώντας υπερωρίες και μάλιστα εκούσιες.
Γέλιο, αγωνία, αϋπνία και πάει λέγοντας. Πέρα όμως απ’ το σενάριο που μπορεί να σε τραβούσε, πάντα τη διαφορά την έκανε ένα πρόσωπο. Ένας χαρακτήρας που σ’ άρεσε, θαύμασες κι ενίοτε ταυτίστηκες, μια ερμηνεία που ξεχώρισες. Υπάρχει πάντα ένας ηθοποιός σ’ ένα ρόλο τόσο τέλεια ταιριασμένος που δε θα μπορούσαμε να φανταστούμε κάποιον άλλο στη θέση του.
Από πού άλλου να ξεκινήσω αν όχι απ’ το οικείο σε όλους μας «Κωνσταντίνου και Ελένης»; Μεγαλώσαμε μ’ αυτό, μεγάλωσαν γενιές κι ακόμη μεγαλώνουν τόσα χρόνια μετά. Το παρακολουθήσαμε και μια και δυο και τρεις και χίλιες δεκατρείς, και δε βαρεθήκαμε κιόλας! Επαναλήψεις η μια μετά την άλλη για μια σειρά που άφησε εποχή στην ελληνική τηλεόραση.
Ήταν η Ράντου; Η τρελή, αθυρόστομη «εκτός ορίων» γκαρσόνα που μας έκανε να κολλήσουμε ή ήταν ο Ρώμας ο συντηρητικός, μονόχνοτος και «μη μου άπτου» επίκουρος καθηγητής; Όσο και να προσπαθήσω να διαλέξω, νομίζω δε θα βρω την απάντηση. Θα μπορούσες εσύ να φανταστείς πιο ξινή-«ό,τι πρέπει» φάτσα για την Κατακουζήνα ή πιο αντιδραστική-«στον κόσμο της» φιγούρα απ’ την Ελένη; Κολλήσαμε με το συνδυασμό αυτών των δυο και δε θα μπορούσαμε να φανταστούμε ούτε άλλα πρόσωπα στη θέση τους ούτε και τον ένα ηθοποιό χωρίς τον άλλο.
Ή μήπως θα μπορούσες να φανταστείς κάποια άλλη να λέει το «Χρυσό μου» όπως η Ντίνα Κώνστα υποδυόμενη την Ντένη Μαρκορά στους δύο ξένους; Να πετάει τη μια ατάκα μετά την άλλη με το μοναδικό της ύφος και να κλέβει την παράσταση. Πόσο γέλιο άραγε μας έχει χαρίσει; Σαν να τη βλέπω μπροστά μου: «Χριστέ μου, τι ντεκαντάνς!». Σκηνή κι ατάκα.
Πέρα όμως απ’ τα ελληνικά δεδομένα που τόσο αβίαστα μου έρχονται στο μυαλό, σκεπτόμενη τον ξένο κινηματογράφο αμέσως-αμέσως ξεπετάγεται η εικόνα με το απόλυτα κωμικό μούτρο του Τζίμ Κάρευ στην ταινία «η μάσκα» που τόσο λατρέψαμε. Οι απίστευτες εκφράσεις του προσώπου του, οι υπερκινητικές του αντιδράσεις, το νεύρο του, ακόμη κι ο τόνος κι η διαβάθμιση στη φωνή του μας έκαναν να πιστεύουμε ότι ο ρόλος ήταν κομμένος και ραμμένος γι’ αυτόν, αμφιβάλλοντας μάλιστα αν θα μπορούσαμε να τον αντικαταστήσουμε με κάποιον άλλο έστω κι υποθετικά.
Και συνεχίζοντας, αναρωτιέμαι ποια πιο «psycho» φάτσα αν όχι αυτή του Άντονι Χόπκινς θα μπορούσε να παριστάνει καλύτερα τον αιμοδιψή αλλά φαινομενικά απόλυτα «καθώς πρέπει» δολοφόνο που τρώει ανθρώπους, «Χάνιμπαλ»;
Απάντηση δεν παίρνω φυσικά και έτσι πάω παρακάτω, αλλάζοντας εντελώς κλίμα. Δεν μπορώ άλλωστε να μην αναφερθώ σε σειρές που, πώς να το πω, καρακατακολλήσαμε. Δεν ντρεπόμαστε άλλωστε να το παραδεχτούμε.
«How I met your mother» λοιπόν. Δε λέω ιδανικό το υπέροχο, αγαπησιάρικο, γλυκούλικο κι όλα τα συναφή, ζευγαράκι των Λίλυ-Μάρσαλ, γοητευτική η Ρόμπιν και καλός ο κατά τ’ άλλα υπερβολικά ρομαντικός Τέντ, αλλά τι θα κάναμε χωρίς τον Μπάρνευ να πετάει τις ατάκες του στις πιο άκυρες στιγμές, ν’ αναλύει τις θεωρίες του και να καταστρέφει ακόμα και τις πιο σοβαρές στιγμές, κάνοντάς μας να ξεσπάμε σε γέλια; Θα μπορούσες αλήθεια να φανταστείς κάποιον για το ρόλο αυτό πιο «Legen (wait for it) dary»;
Τα «Φιλαράκια» χωρίς τη γνωστή σε όλους Ρέιτσελ και κατά κόσμον Τζένιφερ Άνιστον θα μπορούσες να τα φανταστείς; Χωρίς αυτήν και τις ερωτικές της περιπέτειες με κυρίαρχο τον Ρος, που το κοινό όσες σεζόν τόσα και τα τάματα που έκανε για να καταλήξουν μαζί;
Όχι πέστε μου. Θα φανταζόσασταν Ρόκυ χωρίς Σιλβέστερ Σταλόνε ; Τζόκερ χωρίς Χιθ Λέτζερ; Ψαλιδοχέρη δίχως Τζόνυ Ντέπ; Αυτοί και πόσοι ακόμα άλλοι που δεν ανέφερα. Ηθοποιοί ιδανικά βαλμένοι σε ρόλους αξεπέραστα παιγμένους. Το ξέρω, αδίκησα αρκετούς και συγχωράτε με γι’ αυτό, τ’ αφήνω όμως και στην κρίση σας. Εσείς ποιο ρόλο συνδυάσατε τόσο πολύ με κάποιον ηθοποιό που δε θα μπορούσατε να δείτε κάποιον άλλο στη θέση του;
Επιμέλεια Κειμένου Σταυρούλας Βιτετζάκη: Πωλίνα Πανέρη