Κοιτάω έναν τοίχο, χαμηλός είναι. H σκέψη μου τρέχει. Είναι από εκείνα τα πράγματα που δεν τα ελέγχεις. Aπό ένα τόσο δα μικρό πραγματάκι, που κάποιος άλλος μπορεί να μην το πρόσεχε καν, το δικό σου μυαλό να πλημμυρίζει με σκέψεις.
Τον κοιτάω και γυρνάω στο παρελθόν. Σκέφτομαι τα χρόνια που σκαρφάλωνα σε κάτι τέτοιους τοίχους σαν αυτόν, σχεδόν ακροβατούσα. Περπατούσα πάνω σε αυτούς και ύστερα πηδούσα κάτω. Ξανά και ξανά, κάθε μέρα. Άλλοτε σε στενούς τοίχους, άλλοτε σε ψηλούς και άλλοτε σε πιο χαμηλούς. Τότε, δεν ένιωθα το συναίσθημα του φόβου. Μόνο ένα τσίμπημα στο στομάχι που με ωθούσε να συνεχίσω και αφού με γοήτευε, με έσπρωχνε να προσπαθήσω κάθε φορά και κάτι άλλο, κάτι διαφορετικό, καινούριο, ίσως πιο ριψοκίνδυνο.
Έπεφτα! Πώς δεν έπεφτα; Αλλά κατευθείαν στεκόμουν στα πόδια μου και δε με σταματούσε τίποτα. Ο φόβος δε με παρέλυε, αντίθετα με προκαλούσε.
Τώρα ίσως και για ένα πολύ απλό πράγμα που κάποτε το θεωρούσα ανόητο, να αισθανθώ φόβο. Είναι που όσο μεγαλώνεις ψάχνεις πράγματα πιο ασφαλή, ενστικτωδώς.
Πώς αλλάζουν οι καιροί! Το καθετί που κάνεις το σκέφτεσαι δέκα φορές, μελετάς τις συνέπειες, τις πιθανότητες και το φιλτράρεις πριν το κάνεις. Δε λειτουργείς πια τόσο απερίσκεπτα και αυθόρμητα γιατί φοβάσαι το κόστος των πράξεων σου.
Και όσο μεγαλώνεις, τόσο μεγαλώνουν και οι φόβοι σου, τόσο και πληθαίνουν και γίνονται φαντάσματα που σε στοιχειώνουν.
Γι’ αυτό να τους λες τους φόβους σου, μην τους κρατάς για τον εαυτό σου, γιατί έτσι θεριεύουν. Να τους μοιράζεσαι με τους ανθρώπους σου για να ξελαφρώνεις. Μικραίνει ο φόβος, όταν μοιράζεται. Πες μου τους φόβους σου, να σου πω κι εγώ τους δικούς μου, να τους ξορκίσουμε.
Ξέρεις τι θυμάμαι σαν τώρα; Όταν πρωτομίλησα για τους φόβους μου. Πρέπει να πήγαινα έκτη δημοτικού και να είχαμε πιαστεί χέρι-χέρι όλη η τάξη σε κύκλο, για χάρη μιας άσκησης που μας έκανε ο δάσκαλος προκειμένου να χαλαρώσουμε και να γνωριστούμε καλύτερα μεταξύ μας, να αφεθούμε και να επικοινωνήσουμε. Μας είχε ρωτήσει τι είναι αυτό που φοβόμαστε πιο πολύ. Άλλοι απάντησαν τα φίδια, άλλοι τις αράχνες και άλλοι το σκοτάδι. Εγώ απάντησα τη μοναξιά. Δεν ξέρω πώς μου ήρθε, δεν μπορώ να το δικαιολογήσω. Ωστόσο αν με ρωτήσεις, το ίδιο θα σου απαντήσω και τώρα. Δεν έχει αλλάξει.
Φοβάμαι τη μοναξιά, όχι το να μείνω μόνη μου για λίγο. Την πραγματική μοναξιά της ψυχής φοβάμαι. Τη μοναξιά που βλέπω γύρω μου. Μα όσο μιλάω γι’ αυτό, τόσο παίρνω δύναμη και αντιστέκομαι στο φόβο μου.
Φοβάμαι τη φθορά που φέρνει ο χρόνος κι ας μην έχω ακόμη σημάδια πάνω μου από αυτόν. Όχι, δε φοβάμαι τις ρυτίδες στο δέρμα. Τις ρυτίδες στη ψυχή φοβάμαι. Και ποιος δε φοβάται άραγε το χρόνο; Μα δεν μπορώ να μη στο πω. Είπα θα μιλήσω για τους φόβους μου, για να τους πολεμήσω.
Να ξέρεις ότι όσο περνάει ο χρόνος και δεν έχω προλάβει να κάνω όσα έχω ονειρευτεί, θα φοβάμαι. Θα φοβάμαι όταν βλέπω ότι απομακρύνομαι από τους στόχους μου χωρίς να έχω καταφέρει κάτι. Θα φοβηθώ αν χάσω το δρόμο μου. Αν δε με βλέπω να εξελίσσομαι κι αν με βλέπω να βολεύομαι και να καθησυχάζομαι.
Θαρρώ όμως, ότι μίλησα αρκετά και είπα πολλά. Νιώθω καλύτερα τώρα που σου μίλησα. Σαν να έφυγε ένα βάρος από πάνω μου. Είπαμε λίγο ο ένας, λίγο ο άλλος. Ένα φόβο μου, ένα φόβο σου και πάει, λέγοντας. Ο ένας να δίνει δύναμη στον άλλο. Κι όσο τους μοιραζόμαστε τόσο θα μικραίνουν. Μόνο αντιμέτωποι με τους φόβους μας μπορούμε να βγούμε δυνατότεροι.
Ήρθε η σειρά σου λοιπόν. Να μου πεις τους πιο κρυφούς σου φόβους. Να μου τους εξομολογηθείς κι εγώ με τη σειρά μου να τους ακούσω με προσοχή. Υπόσχομαι. Μόνο μη διστάσεις. Εγώ δε δίστασα.
Τι λες; Είσαι έτοιμος να μοιραστείς μαζί μου τους φόβους σου;
Eπιμέλεια Κειμένου Σταυρούλας Βιτετζάκη: Σοφία Καλπαζίδου