Ελπίδα. Μια τόση δα λέξη που μπορεί να σου δημιουργήσει τόσα πολλά συναισθήματα. Όταν την ακούς γεμίζεις μ’ αισιοδοξία, όταν τη νιώθεις παίρνεις θάρρος κι όπου υπάρχει χαρίζει φως. Είναι εκείνη απ’ την οποία θα κρατηθείς, όταν όλα δείχνουν εναντίον σου. Θα την αρπάξεις όσο πιο σφιχτά μπορείς κι εκείνη θα σου κρατήσει συντροφιά και θα γίνει η πιο στενή σου φίλη, όταν θα το ‘χεις πραγματικά ανάγκη. Θα σου δίνει υπομονή για ν’ αντέχεις και δύναμη για να συνεχίζεις.

Ακόμη κι όταν όλα θα ‘χουν γκρεμιστεί, αυτή θα μένει να σιγοκαίει υπομονετικά και να περιμένει την πρώτη ευκαιρία για ν’ ανάψει πάλι τη φωτιά της. Γιατί «η ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία» όπως λένε και διόλου άδικο δεν έχουν. Δεν είναι τυχαία αυτή η έκφραση. Η ίδια η ελπίδα γεννιέται απ’ την πίστη για κάτι καλύτερο κι αν το καλοσκεφτείς, όταν τελειώνει αυτή, μηδενίζεται κι η προσμονή για το καλύτερο, διαλύεται τ’ όραμα για το μέλλον και τα σχέδια που ‘χεις κάνει εξανεμίζονται. Εκεί που τελειώνει αυτή, τελειώνει και κάθε ευχάριστο συναίσθημα. Ταυτόχρονα όπου υπάρχει αυτή, λειτουργεί ως αντίδοτο στα δυσάρεστα συναισθήματα.

Η ελπίδα είναι ό,τι σου απομένει, τελικά, για να πολεμήσεις. Αναμφισβήτητα είναι απ’ τα πολυτιμότερα συναισθήματα, απαραίτητη για να ζήσουμε και να προχωρήσουμε. Ποιος είναι αυτός, λοιπόν, που ‘χει δικαίωμα να σου τη στερήσει και ποιος εκείνος που θα στη δώσει μάταια; Και τι τελικά είναι χειρότερο; Να τρέφεις ψεύτικες ελπίδες ή να μην τρέφεις καθόλου;

Όταν δεν τρέφεις ελπίδες, δεν έχεις και κάτι να χάσεις. Όταν πάλι ελπίζεις και περιμένεις δίχως αποτέλεσμα, τότε γεύεσαι την απογοήτευση.  Το χειρότερο όμως απ’ όλα είναι να ζεις με φρούδες ελπίδες.

Είναι σαν να ‘χεις στα χέρια σου πλαστό χρήμα. Στην αρχή που δεν το γνωρίζεις κι έως ότου το ανακαλύψεις, σχεδιάζεις τι θα κάνεις μ’ αυτό και ποιους στόχους σου θα πραγματοποιήσεις με τη βοήθειά του. Ανακαλύπτοντας λοιπόν την αλήθεια στη συνέχεια, γκρεμίζονται μονομιάς όσα είχες χτίσει, απ’ τη στιγμή που εναπόθεσες τις ελπίδες σου σ’ αυτό και βασίστηκες πάνω του. Τη στιγμή εκείνη όσα μπορεί να φαντάστηκες ή ακόμα και να ονειρεύτηκες γίνονται στάχτη. Όλα αυτά, γιατί στηρίχτηκες πάνω σε κάτι κούφιο, τ’ οποίο ήταν τελικά ένα ψέμα, μια απάτη.

Κι είναι άσχημο το ψέμα. Είναι άσχημη κι η κάλπικη ελπίδα. Σε παρασύρει ύπουλα με το περιτύλιγμά της και τελικά σε πουλάει, όταν καταλάβεις ότι είναι απλώς ένα πιστό αντίγραφο της αληθινής. Τι αξία μπορεί όμως να ‘χει να ζεις με την προσομοίωση του πραγματικού και τις ψευδαισθήσεις που σου δημιουργεί; Ψευδαισθήσεις για το καλύτερο, που όλο θα ‘ρθει και τελικά ποτέ δεν έρχεται.

Είναι άσχημο να σου δίνουν ψεύτικες ελπίδες κι άσχημο είναι να δίνεις κι εσύ τέτοιες. Άσχημο κι ανέντιμο. Τις δημιουργείς στον άλλον όταν δεν είσαι ειλικρινής και ξεκάθαρος μαζί του και δεν έχεις τα κότσια να παραδεχτείς την αλήθεια, πρώτα απ’ όλα στον ίδιο σου τον εαυτό.

Απ’ τη στιγμή που ξέρεις ότι κάποιος βασίζει πάνω σου κάποιες ελπίδες, αν δε σ’ ενδιαφέρει κι εφόσον δεν μπορείς ν’αναποκριθείς, καλό είναι να μην τον αφήνεις να συνεχίζει να αναπτύσσει περισσότερες. Οι ελπίδες φέρνουν συναισθήματα και στην περίπτωση που αποδειχτούν σκάρτες, τα συναισθήματα με τη σειρά τους φέρνουν πληγές.

Εσένα πόσες φορές σου ‘χουν δώσει ελπίδες που εύχεσαι να μην είχες πάρει ποτέ; Φέρσου κι εσύ όπως θέλεις να σου φέρονται οι άλλοι, δε λένε; Μετρημένα πράγματα, καθαρά και ξάστερα. Δίνεις ελπίδες όταν υπάρχει λόγος κι εφόσον πιστεύεις σε κάτι, αλλιώς το κόβεις. Και για σένα, αλλά και για τον άλλον. Κι αν ό,τι δίνεις παίρνεις σ’ αυτήν την ζωή, προτιμάς για τον ίδιο σου τον εαυτό τα λίγα κι αληθινά, παρά τα πολλά και ψεύτικα.

Επιμέλεια Κειμένου Σταυρούλας Βιτετζάκη: Ιωάννα Κακούρη

 

Συντάκτης: Σταυρούλα Βιτετζάκη