Από τη φύση μας ήμαστε πλάσματα περίεργα. Από πάντα προσπαθούμε να αναλύσουμε τον κόσμο τριγύρω μας. Ίσως είναι η περιέργεια που μας διακατέχει ως ανθρώπους. Ίσως απλά η σύνδεση που αναζητάμε. Αναζητάμε μια σύνδεση με τον κόσμο όλο. Θέλουμε να ελπίζουμε, πως τίποτα δεν είναι τυχαίο. Πως δεν απαρτίζουμε απλά μέρος του κόσμου, άλλα ο ίδιος ο κόσμος απαρτίζει λίγο από εμάς. Ότι ο κόσμος κι εμείς, ήμαστε εν ολίγοις ένα.
Κι άδικο, στην τελική, δεν έχουμε. Όσο πιο κοντά φτάνουμε στην ανακάλυψη του κόσμου, τόσο πιο έντονες οι ομοιότητες. Κι έτσι ψάχνουμε όλο και σε μεγαλύτερο βάθος. Όλο και περισσότερες λεπτομέρειες. Και το ενδιαφέρον μας το έχει κλέψει ο κλάδος αυτός της μαθηματικής φυσικής, με όνομα κβαντομηχανική.
Η κβαντομηχανική μελετά τη συμπεριφορά των ατομικών και των υποατομικών συστημάτων υπό την αλληλεπίδρασή τους με την ακτινοβολία. Και στην τελική δε διαφέρει πολύ από τους ίδιους τους ανθρώπους. Ήμαστε σωματίδια υπό την αλληλεπίδραση της ανθρώπινης επαφής. Κι αντιδρούμε ανάλογα. Υπάρχει μια θεωρία, βάση της όποιας τα πάντα παρουσιάζουν μια διττή φύση, κατά την αλληλεπίδραση με την ακτινοβολία. Αυτή του σωματιδίου κι αυτή του κύματος. Το όποιο αν το σκεφτούμε δε διαφέρει ιδιαιτέρα από τη φύση των ανθρώπων γενικότερα.
Κάθε άτομο κατά την αλληλεπίδραση του, εκφράζει μια διττή φύση. Αυτή του συναισθήματος κι αυτή της λογικής. Κι αναλόγως την περίσταση και την κατάσταση, κυριαρχεί μια από της δυο. Όμως ο αγώνας της κυριαρχίας δεν είναι τόσο εύκολος. Η ζωή γίνεται κούρσας με πρωταγωνιστές το συναίσθημα και τη λογική, να παλεύουν για να πιάσουν τα χαλινάρια. Κι εμείς, εμείς ένας επιβάτης. Ένας επιβάτης που προσπαθεί αδίκως να πατήσει γκάζι, να φρενάρει, να πάρει κάπως τον έλεγχο. Άλλα το μόνο που καταφέρνουμε, είναι να βάλουμε νεκρά.
Ας βουτήξουμε λίγο στη διττή φύση αυτή του ανθρώπου. Στην ατέρμονη συνδιαλλαγή της λογικής με το συναίσθημα. Κι ας παρουσιάσουμε το συναίσθημα με τη λογική, ως δυο εραστές. Ας πούμε πως το συναίσθημα είναι η πανσέληνος. Ένα γεμάτο φεγγάρι, που γεμίζει τις νύχτες πάθος. Που δίνει νόημα στα βράδια μας. Που τα καίει, και τους δίνει συναισθήματα, πιο έντονα από ποτέ. Ας πούμε πως η λογική είναι το μισοφέγγαρο. Περιμένει να γεμίσει. Περιμένει να ολοκληρωθεί. Μονάχα με υπομονή και ηρεμία. Περιμένει τα πράγματα να φτιάξουν με τη φυσική τους ροή. Κι αυτοί οι δυο εραστές. Που τόσο ποθεί ο ένας τον άλλον, είναι καταδικασμένοι στο να μην ενωθούν ποτέ. Ο ένας συμπληρώνει τον άλλον, άλλα ποτέ δε συμπληρώνονται μεταξύ τους. Και καταλήγουν να είναι σαν παράλληλες γραμμές.
Μια τόσο λεπτή γραμμή τους χωρίζει και τους πληγώνει. Τι γίνεται όμως κατά την ένωσή τους; Τι συμβαίνει όταν ένα άτομο συμπεριφέρεται και σαν σώμα και σαν κύμα; Τι συμβαίνει όταν ένας άνθρωπος κυριαρχείται τόσο από το συναίσθημα όσο κι από τη λογική; Τι γίνεται, όταν έχουμε αυτή την ένωση, των δύο κρυφών θαυμαστών; Είναι η απόλυτη ευτυχία, ή η αρχή του χάους.
Μιλάμε για μια τεράστια έκρηξη. Μια έκρηξη που ίσως μας βυθίζει σε μια άβυσσο του χάους. Μας βυθίζει μέσα σε συναισθήματα, που συμβαδίζουν με την λογική. Ένα μονοπάτι λογικής πάνω στο όποιο ανθίζουν, μυρωδάτοι καρποί από γιασεμί αρωματισμένοι με συναίσθημα. Στο οποίο το σώμα σου καθοδηγείται τόσο από το μυαλό σου, άλλα κι από την χορωδία των θέλω σου. Ακούγεται σαν ευτυχία. Άλλα η ευτυχία αλληλοσυμπληρώνεται απόλυτα με την καταστροφή.
Γιατί βλέπετε, έτσι απλώνουμε, κάθε νήμα μας. Έτσι πετάμε κάθε χαρτί μας. Και πολύ εύκολα, κάποιος μπορεί να τα κόψει όλα. Να τα κάψει όλα. Και τι γίνεται όταν η διττή μας φύση, έχει ενωθεί και ξαφνικά καταστρέφεται; Όταν απλώς η κούρσα μας μπαίνει σε νέκρα; Όταν το σωματίδιό μας δεν μπορεί να διαιρεθεί άλλο;
Η κβαντομηχανική δεν μπορεί να υπολογίσει απόλυτα τα παρατηρούμενα αντικείμενα. Άλλα να υπολογίσει μονάχα πιθανότητες και ποσοστά. Έτσι λοιπόν, γίνεται και με τους ανθρώπους. Ποτέ δεν μπορούμε να υπολογίσουμε, κατά απόλυτη τιμή, τι θα συμβεί κατά την ένωση δυο ανθρώπων. Μονάχα πιθανότητες και ποσοστά. Πιθανότητες καταστροφής ή αρμονίας. Κι αν κάποιος μας φέρει στην συνύπαρξη των δύο εραστών μας, η καταστροφή είναι αναμενόμενη. Μα στο τέλος, αν αξίζει, αυτό που μένει είναι μια γλύκα.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου