Παράξενο πράγμα η δέσμευση. Ξεκινάει με ένα τόνο του –μου αρέσει–. Συνεχίζει με ένα –ίσως βγαίνουμε– και πριν καλά-καλά το καταλάβεις βρίσκεσαι σε μια σχέση. Σε μια κατάσταση κοινής πνευματικής, σωματικής και ψυχικής αρμονίας. Σε μια κατάσταση που ξεκινάς να μοιράζεσαι τον ίδιο σου τον εαυτό με τον άλλον. Και σίγα-σιγά με αυτόν τον κάπως ιδιαίτερο τρόπο αφήνεις λίγο από εσένα στο άτομο που έχεις απέναντί σου. Μικρά δικά σου κομμάτια παίρνουν προσωπικά δικά του χαρακτηρίστηκα και κάπως έτσι ξεκινάει να βάζει χρώμα στον καμβά της ζωής σου.
Και είναι δύσκολο όταν χρώματα από δυο παλέτες γίνονται ένα. Όταν οι σκιάσεις σας και τα μαύρα σας γίνονται φως. Είναι δύσκολο τελικά το δέσιμο. Κι όσο ακομπλεξάριστοι κι αν δηλώνουμε, όσο ελεύθερα πνεύματα, η ζήλια δεσπόζει στη γωνία. Ζήλια για να μη χαθεί το ενδιαφέρον. Ζήλια για να μη βρεθεί κάποιο πετραδάκι στο δρόμο και καταστρέψει αυτό το κάτι, που έχει γίνει τόσο δικό μας.
Όποτε με αυτόν τον τρόπο βγαίνει από μέσα σου μια λίγο πιο τοξική σου πλευρά. Μια πλευρά σου που ούτε εσύ αναγνωρίζεις. Που σε κάνει να δίνεις σημασία σε ανούσια μικροπράγματα. Να κρέμεσαι από κάθε λέξη του άλλου, να ψάχνεις κάθε πληροφορία. Να γίνεσαι αυτός ο μικρός ντετέκτιβ. Που προσπαθεί να μάθει τα πάντα. Λες και θέλεις να μάθεις για κάποιο πταίσμα του άλλου. Σαν να μη σου αρκεί που όλα είναι τέλεια και προσπαθείς να βρεις αυτό το χάος μέσα στην αρμόνια σας.
Είναι εκεί που οι ανασφάλειές μας μάς κυριεύουν. Που κάθε πόνος, που κάθε εγκατάλειψη, κάθε τσαλακωμένος έρωτας έρχεται στην επιφάνεια. Έρχεται και μας τραβάει πίσω στη ματαιοδοξία. Μας κάνει αυτομάτως να νιώθουμε λίγους. Μας κάνει αυτομάτως να πιστεύουμε πως δεν ταιριάζουμε πουθενά, και πως δε θα βρούμε ποτέ την αγκαλιά μας.
Κι έτσι δεν μπορούμε να πιστέψουμε και να αντιληφθούμε την τελειότητα των πραγμάτων. Και προσπαθούν οι φόβοι μας να βρουν μια ατέλεια. Μας ενοχλούν τα πάντα, έχουμε παράλογους συλλογισμούς, λάθος σκέψεις. Μας φταίει κάθε επαφή του συντρόφου μας. Κάθε σύνδεση είναι δήθεν και πονηρή. Κι όσο οι ανασφάλειες μας πνίγουν κι εμείς θεωρούμε πως έτσι δείξαμε την αγάπη μας, δεν καταφέραμε τίποτα που να θέλαμε κι όλα όσα φοβόμασταν τα πετύχαμε διάνα.
Να τον κάνουμε να νιώσει εγκλωβισμένος. Να πνίγει με την ανούσια τρέλα μας. Με τη ζήλια μας χωρίς λόγο. Να νιώθει όλο και λιγότερο έρωτα. Βλέπετε στην τρελή μας προσπάθεια να βρούμε αυτό το ελάττωμα μέσα σε μια τέλεια ευθεία γραμμή, δεν καταφέρνουμε τίποτα παραπάνω και λιγότερο από το να παρουσιάσουμε κάθε ατέλεια. Και κάπου εκεί έρχεται η τελική καταστροφή.
Γιατί βλέπετε, είναι απλό. Όταν ο άλλος μας συγχωρέσει για τελευταία φόρα κι από τον παραλογισμό μας αφεθούμε και ξυπνήσουμε από το λήθαργό μας και τον ψεύτικο εφιάλτη, τότε είναι που κάθε σταγόνα έρωτα θα έχει κυλίσει. Που αυτό το τέλειο θα είναι κάτι που μας θύμιζε μια παλιά ευτυχία. Και δεν ξέρω ποια πλευρά στην τελική πόνεσε παραπάνω. Ο τρελά ανασφαλής άνθρωπος, που ποτέ δεν ένιωσε ότι αξίζει και μέσα στην ζήλια του έχασε αυτή την τέλεια ευκαιρία στον έρωτα. Ή το ανύποπτο θύμα που αφέθηκε απολύτως και έπεσε από εμπόδιο σε εμπόδιο, μέχρι να μην μπορέσει να δώσει άλλο.
Κακό πράγμα η ζήλια. Κακό πράγμα και η απόλυτη αγνότητα. Άλλα ας αφεθούμε μια φόρα στη θάλασσα με ανοιχτά πανιά και ας αφήσουμε την ροή του έρωτα να μας κατευθύνει. Ας πιστέψουμε έστω και για λίγο πως είναι αληθινό. Ξέρω, το να τρως τα μούτρα σου δεν είναι αναίμακτο, οπότε τρομοκρατείσαι. Και ναι, ξέρω πολλές σκέψεις σου έχουν γίνει αληθινές κι ακόμα περισσότερες θα γίνουν. Άλλα μερικές φορές αξίζει να χαθούμε κατά απόλυτη τιμή στον έρωτα. Κι ας τελειώσει κι ας μην τελειώσει.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου