Μπαλκόνια ζέστα. Γεμάτα φωνές και χαμογέλα. Αρωματισμένα με μυρωδιές από γιασεμί, κρύες μπίρες και σκασμένα χείλη. Συνοδευόμενα από ένα τζιτζίκι που διαμαρτυρείται, και μουσική. Το πρελούδιο του καλοκαιριού έχει αρχίσει να παίζει σε απόλυτη αρμόνια με τα κύματα της θάλασσας. Η παρέα μας εκμεταλλεύεται κάθε λεπτό ελευθερίας και μας γεμίζει γέλια. Το καλοκαίρι δεν είναι ούτε αγάπες ούτε έρωτες. Είναι παρέα.
Είναι άραγμα κάπου με θέα. Είναι το απαλό αεράκι μετά τα μεσάνυχτα που χτυπάει στο πρόσωπό μας. Είναι η παλίρροια που ξυπνάει αναμνήσεις. Είναι ο ιδρώτας που κυλάει από πάνω σου ύστερα απ’ τις άπειρες ώρες χορού. Είναι οι συναυλίες κάτω απ’ το φως του φεγγαριού. Είναι οι άπειρες ποσότητες αντηλιακού. Είναι τα καυτά φιλιά πάνω στα σώματα. Είναι ελευθερία.
Αλλά αν εσύ δεν είσαι; Αν εσύ δεν είσαι ελεύθερος; Αν είσαι όμηρος όλων αυτών που δεν έκανες; Αν το παρελθόν σε κυνηγάει; Αν έξω έχει σαράντα βαθμούς ενώ εσύ μέσα σου μόλις και μετά βίας περνάς τους μηδέν; Μέσα σου ζεις μια άλλη εποχή. Μια που απαιτεί ώρες μπροστά απ’ το τζάκι. Με ζεστό μαύρο τσάι. Κι άπειρες ώρες μοναξιάς, και μελαγχολία, και σκέψεις, φυσικά.
Ίσως το καλοκαίρι να ‘ναι η εποχή που πρέπει να απελευθερωθούμε απ’ τα πάντα. Από κάθε απωθημένο. Κάθε κακή μας ανάμνηση. Καθετί που πόνεσε. Καθετί που το κάναμε να πονέσει. Να συγχωρέσουμε τόσο τους άλλους, όσο κι εμάς, για τα λάθη μας. Να προχωρήσουμε, να νιώσουμε ξέγνοιαστοι απ’ τις μνήμες μας και τα περασμένα, να μην προσπαθήσουμε να τα αναζωπυρώσουμε. Είναι ο καιρός, με λίγα λόγια, να ξεχάσουμε.
Η ίδια η φύση φλερτάρει με τη λησμονιά και προσπαθεί να σε τραβήξει μαζί της. Σου δίνει κάθε εφόδιο για να βγεις έξω. Σε παρακινεί να χορέψεις στους ρυθμούς του καλοκαιριού. Αν, όμως, δε θέλεις; Αν, όμως, δε θέλεις να ξεχάσεις; Αν για κάποιο λόγο θέλεις να προσπαθήσεις κι άλλο; Για αυτά τα πρόσωπα, για αυτές τις καταστάσεις, που –μεταξύ μας– καιρό τώρα έχουν κλείσει.
Αν ζεις στο παρελθόν; Αν δε θέλεις νέες γνωριμίες; Δε θέλεις να αφήνεις ίχνη από βήματα στη θάλασσα. Δε θέλεις να κάνεις βουτιές μέχρι να μην μπορείς να κρατήσεις άλλο την αναπνοή σου. Δε θέλεις να τρως παγωτό τα βράδια κάτω απ’ το φως του φεγγαριού. Δε θέλεις να παίζεις μπάλα με την παρέα σε κάποια ξεχασμένη αλάνα.
Θέλεις να χουζουρεύεις μόνος μπροστά απ’ το τζάκι. Να απολαμβάνεις το πρωινό σου καυτό τσάι όσο ακούς τη βροχή. Να χάνεσαι σε χριστουγεννιάτικα τραγούδια. Να περπατάς τη βροχερή Αθήνα πλάι-πλάι με τον άνθρωπο που σου λείπει τώρα. Να τρως γλυκά και να πίνεις ζεστές σοκολάτες, χωρίς δεύτερη σκέψη. Να κάνεις ίσως όσα δεν έκανες όλους τους μήνες που πέρασαν.
Ίσως είχες μια λατρεία προς τον χειμώνα από πάντα. Ίσως γνώρισες άτομα που σου σύστησαν μια διαφορετική οπτική του, και τον αγάπησες λίγο παραπάνω. Όπως κι αν έχει, αυτό το αίσθημα ελευθερίας, που εκπέμπει το καλοκαίρι, σε τρελαίνει. Δε θέλεις να ξεχάσεις, ούτε να δοκιμάσεις νέα πράγματα. Και σε πονάει, επειδή καταλαβαίνεις πως ήρθε η ώρα να βάλεις μία τελεία. Πως ήρθε η ώρα να προχωρήσεις.
Όποτε πάρε μια βαθιά ανάσα κάτω απ’ τον καυτό ήλιο. Πέρνα απ’ το μυαλό σου για μια τελευταία φορά όλα αυτά τα πρόσωπα. Που τόσο θα ήθελες να ‘ναι εδώ, μα δεν είναι. Πέρνα απ’ το μυαλό σου όλα αυτά που θα ήθελες να ζήσεις και δεν έζησες ποτέ. Πέρνα απ’ το μυαλό σου όλα εκείνα τα βράδια που έκλαψες μόνος. Πέρνα απ’ το μυαλό σου όλα εκείνα τα πρωινά που αναζήτησες συντροφιά και δεν την πήρες ποτέ. Και βούτα. Βούτα με το κρύο σώμα σου, και τις παγωμένες στον χρόνο στιγμές σου στην καυτή θάλασσα. Κι η αρχή της λύτρωσής σου ξεκινάει. Κι η ελευθερία σου κλείνει το μάτι.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη