Παράξενο πράγμα η μνήμη. Σε κάνει να ξεχνάς πράγματα σημαντικά και να θυμάσαι πράξεις, λέξεις, συναισθήματα, κι ανθρώπους που όσο τίποτα άλλο προσπαθείς να κάψεις στο χάος του τώρα. Ακόμα πιο παράξενο πράγμα ο έρωτας. Αυτό το ατέρμονο πάθος, που σαν το βιώσεις μόνο καταστροφή φέρνει. Κι όταν αυτά τα δύο ζυμωθούν στον ίδιο χώρο, αντιδράσουν μεταξύ τους και φτιάξουν ένα ομογενές μείγμα, ένα μείγμα με αρώματα μελαγχολίας, καμένου πάθους κι απογοήτευσης, ξεκινάς να κλείνεις τα μάτια σου και να μην ξέρεις αν θα καταφέρεις να κολυμπήσεις ή θα πνίγεις καθώς αφεθείς.
Έχεις ερωτευτεί πότε; Ολότελα όμως, χωρίς μισά δοσίματα και δεύτερες σκέψεις. Αυτό το είδος του έρωτα που σε νοιάζει μόνο ο άλλος. Που συνειδητά παραδίνεσαι στον όλεθρο. Χωρίς αμφιβολίες για τα συναισθήματα του άλλου και το μέλλον όλου αυτού του κάτι. Κάπως έτσι αφέθηκα κι εγώ μαζί σου. Σαν ένα μικρό παιδί που προσπαθεί να ξεδιψάσει απ’ τις απορίες της ζωής, προσπάθησα να ξεδιψάσω από κάθε σπιθαμή της ατελούς τελειότητας στο πλευρό σου.
Ας μην τα ξαναλέμε. Δε θα αναζωπυρώνω έναν έρωτα που έκαψα μέσα στα συντρίμμια των θέλω, μέσα σε καλοκαιρινά βράδια με άρωμα από γιασεμί και φθινοπωρινές βόλτες στη βροχή. Ήμουν ένα χαζό παιδάκι. Όχι πως κι εσύ δεν ήσουν. Ο ένας μας κατέστρεψε ένα πάθος με λέξεις, τρυπώντας φλέβες, κι ο άλλος με πράξεις γεμάτες μίσος. Έφτασε, όμως, κι αυτή η στιγμή που μέσα στο χάος του το κορμί μου ήθελε να βιώσει λίγη αρμονία.
Να φύγει από «αν», από ένα πάθος που έφερνε εκρήξεις, να ησυχάσει. Λίγο παράλογο πώς κάτι που σε γεμίζει τόσο μαγικά γίνεται συνάμα να σε δηλητηριάζει. Και με πολύ κόπο τα κατάφερα, όπως πιστεύω τα κατάφερες κι εσύ. Και σε έβαλα στο κουτί με τις αναμνήσεις. Και προσπάθησα να σε χώσω στα πιο καλά κρυμμένα μυστικά του εαυτού μου, στην προσπάθεια να ξεχάσω.
Η μνήμη, όμως, κι ο έρωτας είναι δυο δολοφόνοι, τελικά. Κι έτσι σκοτώνουν, χωρίς πολλή σκέψη, τις ώρες ηρεμίας μου, την όποια απόπειρά μου για γαλήνη. Κι έτσι αυθαίρετα ο νους σε φέρνει εδώ. Όταν περπατώ τα βράδια στην ήσυχη Αθήνα κι ένα άκουσμα σε θυμίζει. Όταν παρατηρώ μόνη μου τον κόσμο κι ένα άρωμα με κάνει να λησμονώ το δικό σου. Όταν ακούω κραυγές έρωτα απ’ το κάτω διαμέρισμα. Όταν απλώς έχω λίγο χρόνο με τον εαυτό μου. Οι σκέψεις σου εκμεταλλεύονται κάθε χώρο του μυαλού μου και τον κάνουν δικό τους.
Και προσπαθώ πολύ να μην αφεθώ σε αυτές. Σε αυτά τα ουρλιαχτά της επιθυμίας. Και τα καταφέρνω αρκετά καλά, αλλιώς θα βρισκόμουν κάτω απ’ το σπίτι σου, έξω απ’ τη δουλειά σου, στα μέρη που συχνάζεις με ύφος γεμάτο πάθος κι ελπίδες για ένα «εμείς». Τα ‘χω κάψει, όμως, όλα αυτά. Μόνο η μνήμη παίζει άδικα παιχνίδια. Κι έτσι απ’ το πουθενά βρίσκεσαι μπροστά μου. Χωρίς να ξέρω το πώς και το γιατί. Γιατί μέχρι και την τελευταία προσδοκία την έχω εκτελέσει εν ψυχρώ. Αλλά σε ώρες ησυχίας, όταν δεν έχω τι να κάνω, η σκέψη σου, σαν ένας αυταρχικός έφηβος, ξεκινά να καταλαμβάνει όλο μου το μυαλό.
Εσύ, έχεις ερωτευτεί ποτέ σου με αυτόν τον τρόπο; Που ακόμα κι αν ο άλλος έπαψε να θυμίζει αγάπη κι αν ο καιρός την ανάμνηση έχει σβήσει, η φιγούρα του κάνει συχνές επισκέψεις απ’ το παρελθόν; Γιατί εσύ αυτό υπήρξες για έμενα, τελικά. Ήσουν απ’ τις λίγες φόρες που έδωσα ένα κομμάτι μου. Κι ίσως αυτό το δόσιμο δε σταματήσει ποτέ να με βασανίζει. Και σε καθετί που ‘χω συνδέσει μαζί σου, ξεκινάω να βυθίζομαι πάλι στο χάος μας.
Και το ότι έχω εξαφανιστεί από παντού, και το ότι έχω σκίσει και μετατρέψει σε χιλιάδες κομματάκια κάθε ανάμνησή μας, δε σημαίνει πως δεν έρχεσαι πότε-πότε απ’ το πουθενά να κάνεις κατάληψη στο μυαλό μου. Και το «μου λείπεις» έχει μεγάλη βαρύτητα και δεν πολυθέλω να το χρησιμοποιήσω, άλλα νομίζω πως μου λείπεις…
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη