Μια ιστορία θα σας πω και θα σας ζητήσω να γυρίσετε πίσω, κάπου μέσα Νοέμβριου, το 2017. Ήμουν βλέπετε πρόσφατα χωρισμένη και μετά τα δύο χρόνια που πέρασα μαζί του, πήρα την απόφαση να βάλω μια και καλή ένα τέλος και να γεμίσω το κενό της απώλειας με κάτι ενδιαφέρον.
Και να μου επιτρέψετε μια παρένθεση εδώ. Δεν έχει τύχει και σ’ εσάς να είστε σε σχέση και να σας φλερτάρει όποιος περάσει από δίπλα σας, ενώ εν καιρώ ξηρασίας το πιο κοντινό που να έχετε σε φλερτ είναι ο ηλικίας 5 χρόνων γείτονας; Ε, για μένα αυτό είναι κάτι σύνηθες. Κάπως έτσι, λοιπόν, ούσα σε περίοδο ξηρασίας, είπα ν’ απλώσω τα δίχτυα μου, με πρώτη τοποθεσία το κυλικείο των χημικών μηχανικών. Έλεγα, μήπως, πέρα από καλά σάντουιτς και καλό καφέ, έχει και κάνα καλό κομμάτι.
Παιδιά, ψέματα μη σας λέω. Είχε. Κερνάω καφέ έναν τυπά (πού ήταν τότε τα ένα-συν-ένα που κάνουν οι περισσότεροι πλέον; Τα λεφτά μου κλαίω). Πιάσαμε κουβεντούλα, ακολούθησαν γέλια, χημεία ανάμεσά μας υπήρχε και δεν άργησε να πέσει από τον ίδιο «Πρέπει να σου ξεπληρώσω το κέρασμα, πάμε το βράδυ για ταινία;» όπου βιάστηκα κι εγώ και είπα «ναι». Φτάνει το βραδάκι, σωστή λατέρνα εγώ, φόρμα και φουτεράκι αυτός. Ε, δεν πειράζει, προχωράμε κι έτσι.
Μπαίνουμε λοιπόν στην αίθουσα. Εδώ, συγχωρείστε με, αλλά, τι είναι αυτό το marvel; Βγαίνει και σε πράσινο; Δεν ήξερα η καημένη. Αυτός βέβαια ήξερε και φαινόταν παθιασμένος μ’ αυτό, αφού καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας φώναζε, μίλαγε και φάγαμε και παρατήρηση. Το πολύ-πολύ να μην πηγαίναμε ποτέ ξανά για ταινία, γιατί όλο το υπόλοιπο κόνσεπτ, η σχέση μας κλπ, ήταν τέλεια μέσα στο μυαλό μου.
Τελειώνει η ταινία και κάνω πρόταση για φαγητό. Πάω, λοιπόν, να πάρω δυο πίτσες και ξεκινάμε μετά από λίγο την κουβέντα. Παιδιά πέρα του ότι δεν έτρωγε πίτσα, ξεκινήσαμε μια ωραία συζήτηση, γεμάτη φιλοσοφία, για τη ζωή την ύπαρξη του θεού, τα όνειρά μας, τις σχολές μας, τα ταξίδια που έχουμε κάνει κάνοντας κι εμένα να ονειροπολώ. Ενθουσιασμός; Πρώτη εντύπωση; Όπως θέλει το λέει κανείς.
Πάντως γελάσαμε πολύ και περάσαμε, πραγματικά, υπέροχα. Μόνο τα παιδιά μας, δεν πρόλαβα να σκηνοθετήσω στο μυαλό μου, ξέρω ‘γω. Μα κάπου η φαντασία πρέπει να κοιτά και κάποια όρια, ή το μυαλουδάκι μας να κατεβαίνει πού και πού από τα σύννεφα. Γιατί κάπου εκεί ήρθε και η ερώτηση που με έστειλε. Όσο εγώ έλεγα να τον πλησιάσω μου σκάει το εξής «Να σου πω, είναι κάτι που θα ‘θελα να σου πω, σε βλέπω καιρό τώρα στη σχολή» για λίγο, μέχρι και καμπάνες άκουγα, «και χάρηκα πολύ που ήρθες και με προσέγγισες. Άκου είμαι καιρό κολλημένος με τον κολλητό σου. Υπάρχει περίπτωση να μπορείς να κάνεις κάτι;»
Νομίζω πως τα κόκαλά μου, ακόμα αναρρώνουν από την απότομη προσγείωση. Και οκ, έχει τύχει κάτι παρόμοιο με πολλές φίλες μου, αλλά η αλήθεια είναι πως με τον κολλητό μου ποτέ. Χαμογέλασα και του είπα την αλήθεια που ήξερα, σαν φιλαράκι του πλέον, για τέτοια άνεση μιλάμε, «Ρε είναι τρελά κολλημένος με την τάδε». Εν μέρει, η απόρριψη ήρθε και στους δύο, κάτι που με κάνει να νιώθω, έστω και λίγο, καλύτερα. Αλλά τουλάχιστον γνώρισα κάποιον που πραγματικά θα άξιζε να έχει κανείς στη ζωή του και δε μετανιώνω σε καμία περίπτωση που πήγα και του μίλησα εξ’ αρχής. Εντάξει, φλερτάκι δεν έκατσε, αλλά γίναμε φίλοι. Τώρα βγαίνουμε μαζί για γκομενάκια. Εκείνος κερδίζει. Τι να πω.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου