Η ζωή η ιδία αποτελεί έναν κύκλο. Έναν κύκλο μέσα στον όποιο πηδάνε αναμνήσεις, άνθρωποι και στιγμές. Τόσο προς τα έξω όσο και προς τα μέσα. Όσο ο χρόνος κυλάει, άλλο τόσο νέα γεγονότα δε σταματούν να καταγράφονται. Κάποια από αυτά γεμίζουν τα μάτια μας με λάμψη κι άλλα με δάκρυα. Κι όλα αυτά που συμβαίνουν στο παρόν μας κάνουν το «τώρα» να αποκτά σημασία λόγω των ανθρώπινων δεσμών. Ίσως τότε ξεκινάμε να ζούμε. Όταν ξεκινάμε να δημιουργούμε ισχυρούς ανθρώπινους δεσμούς.
Κι είναι κάτι που προκύπτει απ’ τη στιγμή της γέννησής μας. Απ’ την πρώτη μας αναπνοή αναζητάμε ένα άγγιγμα. Μια ανθρώπινη αγκαλιά. Μια ωραία μυρωδιά. Κάπου να κλάψουμε. Κι αυτό, κατά τη διάρκεια της διαδρομής μας, δεν αλλάζει ιδιαίτερα. Ίσως η ζωή να ‘ναι ένας άθλος για τη δημιουργία ανθρώπινων σχέσεων. Σχέσεων που να μας γεμίζουν όσο αυτό το πρώτο άγγιγμα που νιώσαμε στον ερχομό μας στον κόσμο αυτό.
Και θα υπάρξει κι επιτυχία σε αυτόν τον άθλο. Και θα κάνουμε (τουλάχιστον) έναν φίλο που μπορούμε να του μιλήσουμε για τα πάντα. Θα βρούμε έναν δεσμό, που μέσα στο άγγιγμά του και μόνο θα νιώθουμε ζωντανοί και για όλα ικανοί. Θα βρούμε, εν ολίγοις, άτομα να γεμίζουν τα κενά μας. Όμως η ζωή είναι ένα απρόοπτο παιχνίδι. Κι ενώ μπορεί να νιώθουμε πως έχουμε φτάσει στον τελικό μας σταθμό, τελικά, μπορεί να κάναμε λάθος.
Κι ίσως να μας γλιστρήσουν αυτά τα άτομα –οι πομποί ή τα στηρίγματα της ευτυχίας μας– μέσα απ’ τα δάχτυλά μας. Κι ίσως να προσπαθήσαμε πολύ ή λίγο για να τους φέρουμε πίσω. Αλλά έρχεται κάποτε η στιγμή που λέμε «προχωρώ» και σίγουρα το εννοούμε, όμως στην πράξη δε θα είναι και τόσο εύκολο. Και μέχρι να τα καταφέρουμε, κερδίζουμε χρόνο προσπαθώντας να δείξουμε στον άλλον ότι προχωρήσαμε, χωρίς πράγματι να το ‘χουμε κάνει. Και το πιο εύκολο κρυφτό που παίζουμε είναι αυτό της τάχα έντονης αδιαφορίας μας.
Πατάμε απόκρυψη ιστοριών κι ειδοποιήσεων απ’ τα social media. Έτσι ώστε να μη βλέπουμε το όνομά τους πουθενά. Εννοείται δεν περνάμε ούτε έξω απ’ το μέρος που δουλεύουν. Ακόμα κι αν εκεί που δουλεύουν ή απλά συχνάζουν είναι η αγαπημένη μας καφετέρια. Αλλάζουμε μέχρι και δρόμο για να μην τους αντιμετωπίσουμε πρόσωπο με πρόσωπο. Και τις στιγμές που δεν μπορούμε να τους αποφύγουμε, θα φορέσουμε παρωπίδες, θα κάνουμε σαν να μη βρίσκονται γύρω μας. Δε θα τους χαιρετήσουμε. Δε θα τους κοιτάξουμε καν. Δείχνοντας έτσι την απόλυτη αδιαφορία. Ή μήπως όχι;
Στην πραγματικότητα ο αγώνας να αγνοήσουμε κάποιον είναι η απόλυτη απόδειξη της προσοχής μας. Αν δε μας απασχολεί ο άλλος, θα του χαρίσουμε απλόχερα αυτήν την καλημέρα. Θα σκρολάρουμε ατάραχα τις ιδέες που παρουσιάζει στα social media, θα του πατήσουμε ακόμα κι αυτό το ανούσιο κι ευγενικό like σε ένα τραγούδι που μας αρέσει. Θα ζήσουμε σαν να μην υπήρξε κάτι ιδιαίτερο μεταξύ μας, επειδή πράγματι θα τα έχουμε διαγράψει όλα. Και δεν είναι πως ξεχνάμε, αλλά αυτός είναι ο κύκλος της ζωής.
Η απόλυτη αδιαφορία. Αυτό η μαγική εξαφάνιση. Η υπερπροσπάθεια να αδιαφορήσουμε είναι η σφραγίδα του ενδιαφέροντός μας. Επειδή, όσο κι αν προσπαθούμε, όταν θα βρίσκονται γύρω μας, οι παλμοί μας θα ανεβαίνουν και το στομάχι μας θα σφίγγεται. Θα υπάρχουν στιγμές που τους κοιτάμε κρυφά κι εννοείται στιγμές που θα ψάχνουμε τα πάντα για τη ζωή τους στο διαδίκτυο, παριστάνοντας τους κατασκόπους. Γιατί είναι μάταιο να προσπαθείς να ξεφύγεις έξω σου απ’ αυτό που κρατάς σφιχτά μέσα σου.
Κι εννοείται πως ο άλλος μπορεί να ξεχωρίσει την πραγματική αδιαφορία απ’ την προσποιητή. Η παλιά σου παρέα που ενώ σε διέγραψε σε δευτερόλεπτα συνεχίζει να ρωτάει για εσένα. Αυτό το πρώην ταίρι που ενώ σε βαρέθηκε ταράζεται ακόμα όταν σε συναντά κι αδέξια παριστάνει πως δεν καίγεται. Αυτός ο έρωτας που, αν και δεν υπήρξε ποτέ, ακόμα σε κρυφοκοιτάζει. Όλοι αυτοί που και καλά αδιαφόρησαν και σε ξέχασαν απ’ τη μία στιγμή στην άλλη, συνέχισαν να σε ‘χουν επίκεντρό τους.
Όποτε ας είμαστε λίγο πιο ειλικρινείς, πρώτα με τον εαυτό μας κι ύστερα με τους άλλους. Το ενδιαφέρον για κάποιον που κάποτε μας ένοιαζε πολύ, σίγουρα δε σβήνει με ένα διακοπτάκι. Ειδικά αν ο άλλος υπήρξε αληθινός απέναντί μας. Είναι, λοιπόν, πιο τίμιο να στείλουμε ένα μήνυμα, όταν νιώθουμε χίλια κομμάτια. Να πάρουμε ένα τηλέφωνο μόνο για να ακούσουμε τον άλλον. Να του χαμογελάσουμε και να του πούμε «λείπεις», όταν τον δούμε κάπου έξω. Και να αφήσουμε έτσι τον χρόνο να μας φτάσει στο σημείο που πράγματι θα ξεχάσουμε. Απ’ το να μοχθούμε για να δείξουμε κάτι ψεύτικο, που όλοι αντιλαμβάνονται πόσο επιτηδευμένο είναι, ας χαμηλώσουμε λιγάκι τον εγωισμό μας.
Μίλα για τα συναισθήματά σου για όσο υπάρχουν, γιατί θα έρθει η στιγμή που θα εξαφανιστούν. Όλα όμως θέλουν χρόνο, να θυμάστε: Time∙ the healer and the killer.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη