Τον κοιτάς βαθιά στα μάτια, καθώς τελειώνεις την πρότασή σου. Ίσως αφήσεις κάποιο χαμόγελο να εμφανιστεί, ίσως πάλι κάποιο δάκρυ. Όπως κι αν έχει, για άλλη μια φόρα, τα έβγαλες όλα από μέσα σου. Κάθε σκέψη σου, καθετί που σε παρηγορεί ή που ίσως σε βασανίζει. Κάθε χαρά και λύπη. Όλα βγήκαν αβίαστα σαν μια μελωδία της ψυχής σου. Σαν να άδειασες κάθε βάρος σου. Και τώρα απλά χαζεύεις στα μάτια του ενώ κρέμεσαι απ’ τα χείλη του. Και περιμένεις. Περιμένεις όπως ο κατάδικος την ημέρα της απελευθέρωσης.
Ίσως έχει γίνει με έναν τρόπο συνήθεια. Ίσως έχεις ασυνείδητα βάλει ταμπέλα σε αυτόν τον άνθρωπο. Απ’ την πρώτη στιγμή της γνωριμίας σας είχατε αυτή την παράξενη χημεία. Είχες νιώσει αυτήν την ιδιαίτερη έλξη. Και ταιριάζατε σε αυτό το κομμάτι με έναν τρόπο μοναδικό. Με τον τρόπο που η βροχή δένει με το θαλασσινό νερό. Το χιόνι με τα γυμνά δέντρα. Τα αστέρια με τον καθαρό ουρανό. Όπως η μυρωδιά από γιασεμί στις καλοκαιρινές νύχτες. Έτσι κι οι σκέψεις σου έδεναν με τη λογική του. Με τις αντιδράσεις του.
Και καθετί που σε ταλαιπωρούσε θα το μετέφραζε πάντα με έναν τρόπο μοναδικό. Και βράδια ολόκληρα σε άκουσε κάτω απ’ το φως του φεγγαριού. Κι άλλα τόσα σε συμβούλεψε. Είναι ο άνθρωπος που νιώθεις πως γεννήθηκε για να σε ακούει. Η έννοια «δεσμός εξάρτησης» προσδίδει έναν βαρύ τόνο. Αλλά, ίσως, η ανάγκη σου γι’ αυτό το άτομο να την προσεγγίζει. Ίσως πλέον όχι μόνο το σώμα σου, αλλά τόσο κι η καρδιά σου όσο κι η λογική σου, να αναζητούν αυτήν την παρουσία, αυτή την οικεία σιωπή.
Γιατί, πια, είναι ο προσωπικός σου ψυχολόγος. Κι απολαμβάνεις κάθε συζήτηση μαζί του. Με τη συνοδεία του αγαπημένου σου ροφήματος. Κι ίσως του έχεις δώσει έναν ψεύδη τίτλο. Ίσως τον αποκαλείς «αδερφό», «αδερφή». Και για ‘σένα, πράγματι, είναι έτσι. Γιατί αυτό το άτομο γνωρίζει κατά απολυτή τιμή τα πάντα για ‘σένα. Μπορεί να βρει κάθε μεταβλητή σου, χωρίς καν να προσπαθήσει. Αλλά, αν το σκεφτείς, εσύ πόσα γνωρίζεις για ‘κείνον τον εξομολογητή σου;
Μιλάμε για αυτά τα μυστήρια πλάσματα. Για αυτούς τους μοναδικούς ανθρώπους που ενώ μπορούν να κάνουν τόσο αυθόρμητα όλες τις σκέψεις μας να πάρουν φωνή, δεν καταφέραμε ποτέ να ακούσουμε τις δικές τους. Κρύβουν το παρελθόν τους σαν να μην υπήρξε ποτέ. Κρύβουν κάθε πρόβλημά τους πίσω απ’ το χαμόγελό τους. Κι όσο κι αν λέμε πως τους ξέρουμε, δεν τους μάθαμε ποτέ ουσιαστικά. Είναι αγνοί, είναι μυστικοπαθείς, με ένα καλά υποσχόμενο βλέμμα. Αλλά ποτέ δε μάθαμε τι τους οδήγησε σε αυτήν την κατάσταση.
Και, μεταξύ μας, ίσως μετά από λίγο καιρό να μη μας ένοιαζε να μάθουμε. Ίσως, μετά από λίγο καιρό, να αρχίσαμε να απολαμβάνουμε τόσο πολύ το ενδιαφέρον και την προσοχή τους, που δε θελήσαμε τίποτα μα τίποτα παραπάνω. Και, κάπως έτσι, έγιναν κάτι σαν άγνωστοι γνωστοί μας. Άτομα που, ενώ ξέρουν κάθε λεπτομέρειά μας, εμείς δε μάθαμε ποτέ τις δικές τους. Και δεν ξέρω αν ήμασταν εμείς λάθος που δεν προσπαθήσαμε ή αν, απλά, δεν ήθελαν και ποτέ να μάθουμε.
Κάποτε, κάποιος μου είχε μιλήσει για μια θεωρεία. Για το ότι αυτοί οι άνθρωποι έχουν την τάση να εξαφανίζονται, όταν προσπαθείς να τους μάθεις. Για το ότι έρχονται απλά να σου κλείσουν πληγές κι όταν προσπαθήσεις να τους μάθεις, όταν προσπαθήσεις να τους διαβάσεις, εξαφανίζονται. Λες και φοβούνται. Αν, όμως, καταφέρεις να τους ανοίξεις, κλέβεις αυτόματα ένα κομμάτι τους. Ίσως αυτό φοβούνται.
Το μόνο σίγουρο είναι πως αυτοί έχουν κλέψει ένα δικό μας κομμάτι. Και μάλλον τους το χαρίσαμε, μαζί με τον τίτλο των ψυχοθεραπευτών μας. Μαζί με την ασφάλεια και την εμπιστοσύνη που μας εμπνέουν, όταν ακουμπάμε το κεφάλι μας στον ώμο τους και ξετυλιγόμαστε. Κι ίσως κάποτε τους μάθουμε κι εμείς. Έως τότε θα ζουν με μια μάσκα. Πάνω στην όποια χαράσσουμε τις δικές μας αναμνήσεις γι’ αυτούς. Ίσως κάποτε πέσει και μείνουμε γυμνοί, μονάχα με το δικό μας «μας».
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη