Τους βλέπεις να φτιάχνουν τις βαλίτσες τους, γεμάτοι ενθουσιασμό και να τρέχουν από εδώ κι από ‘κει για τα ψώνια της τελευταίας στιγμής, ενώ σε ρωτάνε ακόμα μία φορά αν χρειάζεσαι κάτι άλλο. Κι εσύ απλά χαμογελάς και τους εύχεσαι καλό ταξίδι. Μέχρι που φτάνει η στιγμή που πρέπει να τους πας μέχρι τ’ αεροδρόμιο, τους αγκαλιάζεις σφιχτά, τους εύχεσαι καλές γιορτές, λες να δώσουν φιλιά σε όλους και υπόσχεσαι πως με την πρώτη ευκαιρία θα τους ακολουθήσεις.

Καθώς, όμως, απομακρύνονται και χάνονται οι φιγούρες τους μέσα στο πλήθος, φεύγει και το χαμόγελό σου. Όπως και να το κάνουμε, οι γιορτές χωρίς την οικογένειά σου, δεν είναι γιορτές. Κάνεις μια εγωιστική σκέψη, μήπως προλάβαινες να τους πείσεις να μείνουν μαζί σου, μα αμέσως τη σβήνεις. Εξάλλου, εσύ τους έχεις όλο το χρόνο, ενώ οι υπόλοιποι τους απολαμβάνουν μονάχα λίγες μέρες. Πόσο θα ήθελες να φύγεις κι εσύ μαζί τους. Αρχίζει να σε πιάνει το παράπονο κι η νοσταλγία.

Αναδύονται εικόνες από τα πιο ανέμελα χρόνια, με όλα τ’ αγαπημένα πρόσωπα να σε περιτριγυρίζουν μέσα στη γιορτινή ατμόσφαιρα. Θυμάσαι όλα αυτά τα οικογενειακά τραπέζια όπου παρευρισκόσουν κι εσύ κι ένα χαμόγελο σχηματίζεται στο πρόσωπό σου. Πόσο χαιρόταν ο παππούς όταν σ’ έβλεπε, λέγοντάς σου πως μεγάλωσες και πόσο μεγάλη αγκαλιά φάνταζε αυτή της γιαγιάς σου.

Μα τώρα, πρέπει να τσεκάρεις ξανά την ώρα, μη τυχόν κι αργήσεις στη δουλειά.

Αυτή είναι η καταδίκη του να δουλεύεις και στις γιορτές, το να βρίσκεσαι μακριά από τους δικούς σου. Κι όσο οι υπόλοιποι συνάδελφοί σου γκρινιάζουν, επειδή δουλεύουν την Κυριακή του Πάσχα ή τη μέρα των Χριστουγέννων, πιάνεις τον εαυτό σου ελαφρώς ν’ αδιαφορεί, αφού το σπίτι είναι άδειο και οι δικοί σου ήδη πολύ μακριά, οπότε βλέπεις και τη δουλειά ως μια εναλλακτική.

Μα το χειρότερο κομμάτι είναι να γυρνάς τα βράδια σ’ ένα άδειο σπίτι, όταν όλοι γυρνάνε στη ζεστασιά των οικογενειών τους. Νιώθεις έστω και λίγο πως ζηλεύεις κι αν το καλοσκεφτείς, πνίγεσαι τόσο πολύ ακόμα και τον υπόλοιπο χρόνο, που ποτέ δεν απολαμβάνεις τους δικούς σου όσο θα ήθελες.

Άλλα κάπου εδώ, την πιο κατάλληλη στιγμή κάνουν την εμφάνισή τους οι ήρωές σου, οι φίλοι σου. Αυτοί που θα έρθουν να σε πάρουν από τη δουλειά για να γυρίσετε μαζί στο άδειο σου σπίτι, να χαλαρώσετε βλέποντας μια ταινία και τρώγοντας νουντλς, πίτσες και γλυκά ή ό,τι άλλο τραβάει η όρεξή σας. Εκείνοι που θα έρθουν ένα μεσημέρι να φάτε μαζί και θα σου δώσουν ένα λόγο να γεμίσεις το τραπέζι σου με κάθε είδους λιχουδιά.

Μερικούς τους ξέρεις από παιδί, ενώ άλλους τους γνώρισες πρόσφατα, αλλά όπως και να ‘χει ο κάθε ένας απ’ αυτούς κατέχει μια ξεχωριστή θέση στην καρδιά σου. Είναι όμορφο σε παρόμοιες περιστάσεις να ξέρεις πως έχεις κάποιον να σου κρατάει συντροφιά κι ας μην είναι η οικογένειά σου. Είναι υπέροχο να έχεις κάποιον που θα σε φωνάξει στο δικό του οικογενειακό τραπέζι, να μοιραστείς όλη την αγάπη και τη θαλπωρή των εορτών μαζί με τους δικούς του, να σε βάλει στην οικογένειά του να γνωρίσεις και να γελάσεις με τις πιο περίεργες στιγμές τους. Εκεί θα γελάσεις με τον περίεργο θείο, θα βοηθήσεις με το σερβίρισμα και το μάζεμα, θα σχολιάσετε ό,τι υπάρχει στην τηλεόραση, καλοπροαίρετα και μη, όπως και τόσα ακόμα που θα σε κάνουν να νιώσεις πως ανήκεις εκεί.

Και μην ξεχνάς κι εκείνους τους συναδέλφους στη δουλειά που φέρνουν κάθε λογής σπιτική λιχουδιά, που σε κάνουν να γελάς με τη ψυχή σου και καταλήγετε στο τέλος της βάρδιας σε κάποια καντίνα να τρώτε όλοι μαζί βρώμικο, ανταλλάσσοντας ιστορίες. Σε αγκαλιάζουν και σου προσφέρουν την παρέα που αναζητάς.

Οι γιορτές που περνάς μόνος, χωρίς τους δικούς σου, δεν είναι γιορτές. Έχεις όμως ανθρώπους σαν κι αυτούς, φίλους και συναδέλφους, που γεμίζουν το άδειο σου τραπέζι με καλούδια, σε συνοδεύουν στο χορό κι ας μην ξέρεις να χορεύεις καλά και γεμίζουν απλόχερα το μέσα σου με θαλπωρή, κάνοντας τις γιορτές σου λίγο πιο γιορτινές.

Συντάκτης: Νταϊάνα Κραέτε
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου