Νομίζω πως ο καθένας θυμάται την αγνότητα του πρώτου «έρωτα» που βίωσε ποτέ στη ζωή του. Το πρόσωπο που θαύμασε και του κίνησε το ενδιαφέρον. Το πόσο ενθουσιάστηκε όταν πρωτοαντάλλαξαν «καλήμερα» με αυτόν τον κάποιον. Σε όλους κάποτε, ίσως στα παιδικά μας χρόνια, έκανε την εμφάνισή της αυτή η πρωτόγνωρη αγνότητα της αγάπης και του έρωτα.
Όσο μεγαλώνουμε, αρχίζει να χάνεται πίσω από σκιές και κλάματα. Αυτή η αθωότητα και το ασυνείδητο δόσιμο, κρύβεται καλά μέσα μας κι όλο και πιο δύσκολα βγαίνει στην επιφάνεια με κάθε πληγή που ανοίγει ο έρωτας. Κάθε φόρα που τρώμε τα μούτρα μας, κάθε φόρα που βρίσκουμε εμπόδια, κάθε φόρα που καταλήγουμε να κλαίμε για ένα απωθημένο, για κάτι που δεν πήγε καλά, γινόμαστε αυτόματα και πιο διστακτικοί. Σαν να χάνεται ένα κομμάτι της παιδικότητάς μας, κάτι που δεν είναι και τόσο παράλογο -έως καθόλου. Καθώς εμπειρία με την εμπειρία, στιγμή με τη στιγμή, μεγαλώνουμε. Τι σημαίνει, όμως, να μεγαλώνει κανείς στον έρωτα;
Είναι ίσως κάπως ειρωνικό. Αν και οι εμπειρίες συνήθως έχουν ως αποτέλεσμα να αυξάνεται η αυτοπεποίθησή μας, οι εμπειρίες στον έρωτα, συχνά συνοδεύονται από φοβίες. Βλέπετε -δυστυχώς ή ευτυχώς- όσο ήπια ή μη και αν τελειώσει κάτι, το τέλος δεν παύει να είναι τέλος. Και ορισμένες φόρες είναι τόσο έντονο, που ίσως μας στιγματίσει. Και στην προσπάθεια να προστατέψουμε τον εαυτό μας από άλλες πληγές, να μη θέλουμε να αφεθούμε και να ξανανιώσουμε.
Προτιμάμε να κλείσουμε τον διακόπτη, να τον γυρίσουμε στο “off” και να απομακρυνθούμε όσο το δυνατό γρηγορότερα κι όσο πιο μακριά γίνεται. Όμως κάποια στιγμή κάποιος θα μας τραβήξει το ενδιαφέρον, και τότε σίγουρα -ακόμα κι αν δε θέλαμε να ερωτευτούμε- θα ξαναπροσπαθήσουμε.
Και κάπως έτσι, κάθε επόμενη σχέση ξεκινάει κάπως πιο διστακτικά. Είμαστε πιο επιφυλακτικοί σε κάθε συζήτησή μας. Υπολογίζουμε κάθε κίνηση. Ίσως στην προσπάθειά μας να μην πέσουμε με τα μούτρα, να μην ερωτευθούμε και ξαναπληγωθούμε. Και κάπως έτσι σε κάθε αρχή μιας σχέσης, σηκώνουμε άμυνες σαν ένα τείχος προστασίας, σαν να προσπαθούμε να παγώσουμε τα συναισθήματά μας.
Και σίγουρα τα καταφέρνουμε για αρκετό καιρό. Αλλά ο έρωτας έρχεται και δημιουργεί πλήγμα στο τείχος και σιγά-σιγά αφηνόμαστε. Μπορεί μια σχέση να ξεκινάει διστακτικά με μετρημένες λέξεις και προσεγμένες κινήσεις. Αλλά με το πέρασμα του χρόνου, το παιδί που κρύβεται μέσα μας, κλέβει τον κύριο ρόλο της παράστασης.
Και ξεκινάμε να είμαστε διαχυτικοί. Να εκφράζουμε τα συναισθήματά μας τόσο με πράξεις όσο και με λέξεις. Να μην μπορούμε να απομακρύνουμε το βλέμμα μας από τον άλλον και το άρωμά του να αποτελεί εθισμό. Ξεκινάμε να φερόμαστε αθώα και αγαθά, να δίνουμε χωρίς φόβο, χωρίς καμία αμφιβολία. Ίσως μερικές φορές με μια δόση υπερβολής. Χανόμαστε τόσο στο συναίσθημα που η λογική μας με έναν τρόπο μαγικό κάνει στην άκρη. Γιατί αν και ο έρωτας ζητάει και απαιτεί το απόλυτο -και αυτό είναι που μας γεμίζει- συγχρόνως αυτό το απόλυτο μας τυφλώνει. Δε μεταφράζουμε σωστά συμπεριφορές και συχνά γινόμαστε υπερβολικοί. Προσπαθούμε να κολλήσουμε κομμάτια ξένα μεταξύ τους και δικαιολογούμε καταστάσεις που ίσως θα έπρεπε να μας ενοχλούν.
Σίγουρα πρέπει να αποβάλλουμε το φόβο στην αρχή. Σίγουρα με τον καιρό νιώθουμε ασφάλεια και ξεκινάμε να αφηνόμαστε και καθόλου απίθανο θα πληγωθούμε. Άλλα αν μείνεις μακριά, μπορεί, βέβαια, να μην πληγωθείς, άλλα δε θα ανακαλύψεις ποτέ τη μαγεία του. Όποτε μάζεψε όλες τις δυνάμεις σου – και μήπως ήρθε η στιγμή να αφεθείς;
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.