Ξέρεις τι; Καθόμουν χθες στο σκοτάδι, ξαπλωμένη στο διπλό κρεβάτι. Σκεπασμένη μέχρι το ύψος του λαιμού μου με την κουβέρτα, λες και με προστατεύει απ’ το κακό. Κι εκείνη τη στιγμή της μικρής αυτής γαλήνιας αίσθησης, άρχισες να πρωταγωνιστείς πάλι εσύ στο μυαλό μου. Ή καλύτερα εμείς.
Έβλεπα την ίδια ιστορία να επαναλαμβάνεται απ’ την αρχή, ξανά και ξανά. Απ’ την πρώτη στιγμή, που συναντήθηκαν τα βλέμματά μας κι άκουσα τη ματιά σου να φωνάζει πως ήρθες για να μείνεις, μέχρι την τελευταία, που το βλέμμα μας πλέον χανόταν στο κενό.
Μας θέλαμε μαζί. Ακόμη και στις 9 το πρωί που άνοιγα τα βλέφαρά μου στα κλεφτά να δω πού είσαι κι έβρισκα τα μαλλιά μου να πνίγουν το πρόσωπό σου. Ήσουν εκεί. Έμενες χωρίς να παραπονιέσαι. Έμενες γιατί το ήθελες, γιατί εδώ ένιωθες ασφάλεια.
Σηκώθηκα απ’ το κρεβάτι, κατευθύνθηκα προς το μπάνιο του σπιτιού με το κεφάλι ψηλά σαν να ‘μουν ατρόμητη. Άγγιξα τη μισανοιγμένη πόρτα για να ετοιμαστώ για την κανονισμένη έξοδό μου. Μα δείλιασα.
Δείλιασα γιατί τα θυμόμουν όλα με κάθε λεπτομέρεια. Ποιος είπε ότι οι δυνατοί δε λυγίζουν και δε φοβούνται; Όλα τα θυμάμαι. Όλους τους τσακωμούς για το τελειωμένο αφρόλουτρο που ξέχασα να πάρω ή να πάρεις, για το κρύο νερό που έβρισκα ή έβρισκες όταν η βιασύνη βρισκόταν εκεί γύρω να μας κυνηγάει. Είχαμε τουλάχιστον κάτι να μαλώνουμε. Τώρα που δε μας ενώνει ούτε αυτό;
Έβγαλα τα αγαπημένα μου παπούτσια. Παρατηρούσα τις ακτίνες του ήλιου να τρυπώνουν απ’ τις σχισμές του παντζουριού, να διαχέονται στο χώρο της κουζίνας, μετατρέποντάς τη σε σκηνή θεάτρου με τα φώτα στραμμένα πάνω της. Λατρεύαμε να περνάμε εκεί τις ώρες μας τις Κυριακές. Ήταν η μέρα μας. Κάναμε πειράματα με τα υλικά παριστάνοντας τους σεφ κι ήξερες πώς να καλυφθείς απ’ τα αντίποινα που θα ακολουθούσαν όταν με γέμιζες αλεύρι.
Ήξερες πόσο λάτρευα να σε βλέπω να με περιποιείσαι. Ήξερες πως τρελαινόμουν όταν μαγείρευες μόνο με την ποδιά. Τι πιο σέξι από έναν άντρα στην κουζίνα σου να σου μαγειρεύει γυμνός; Μάλλον γι’ αυτό μέναμε τελικά νηστικοί, γιατί όσα ετοίμαζες τα αφήναμε στη μέση. Χορταίναμε αλλιώς όμως.
Μας θέλαμε μαζί. Μα φοβόμουν τις απροσάρμοστες αγκαλιές μας και τα ψυχρά εκείνα χάδια που ανταλλάσσαμε μηχανικά μέχρι να μας πάρει ο ύπνος. Έτρεμα τις μισοαφημένες δεξιά κι αριστερά κουβέντες μας κι εκείνες τις επαναπροσδιορίσεις των «σ’ αγαπώ» μας μετά από καβγάδες. Φοβόμουν πως μπροστά στο μεγαλείο ενός έρωτα εμείς θα παραδίδαμε τα όπλα μας μια ώρα αρχύτερα.
Δεν ήμασταν συνηθισμένο ζευγάρι. Ένας συνδυασμός σπάνιος και περίεργος. Οι περαστικοί δε μας έβλεπαν να περπατάμε χέρι-χέρι ή να αγκαλιαζόμαστε τρυφερά. Συνήθως κάναμε χαζομάρες ενώ γελούσαμε πειράζοντας ο ένας τον άλλον, τους αφήναμε να απορούν αν φύγαμε μεθυσμένοι από κάποιο πάρτι ή αν απλά ήμασταν περισσότερο αυθόρμητοι απ’ το φυσιολογικό τους.
Χάθηκες όμως. Έφυγες από έναν άνθρωπο που ολοκληρώθηκε μες στο «μαζί». Μόνο οι δρόμοι ξέρουν ποια διαδρομή πήρες για να φτάσεις στον προορισμό της ευτυχίας σου. Κι αλήθεια, εύχομαι να ήταν ανάλαφρη και σύντομη η διαδρομή σου, μα δεν μπορώ να πω πως δεν πονάει. Όχι γιατί δε σε θέλω ευτυχισμένο. Αυτός ήταν κι ο σκοπός μου εξάλλου.
Με λυπεί γιατί η διαδρομή σου δεν κατέληγε σε εμένα. Κι αυτό όχι γιατί δεν το άξιζε το «εμείς» μας, αλλά γιατί μας κούρασε. Μας κούρασε η πιθανότητα να βρεθούμε χωριστά για άλλη μια φορά άυπνοι από έναν εγωιστικό έρωτα στα σαλόνια των σπιτιών μας, με ένα τασάκι γεμάτο αποτσίγαρα που δε θα είχα την τύχη να τα δω περασμένα ανάμεσα στα χείλη σου.
Σου είχα πει: «Φεύγοντας μην ξεχάσεις να μας πάρεις από εδώ». Φοβάμαι πως αν αντικρίσω έστω μια φορά όλα τα ανεκπλήρωτα όνειρά μας θα μου παραπονεθούν. Πλέον, δεν μπορώ να αντισταθώ στην καταστροφή, γιατί φεύγοντας πήρες μαζί σου τις παραδομένες αντιστάσεις μου για σένα.
Πάντα μας ήθελα μαζί. Ακόμη και τις στιγμές που φορούσες ένα «εγώ» που έμοιαζε με εφιάλτη.
Έσβησα τα φώτα κι έκλεισα την πόρτα με δύναμη, μπας και ξορκιστούν όλα αυτά που με φοβίζουν, όλα όσα σε θυμίζουν.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη