«Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια ελληνική οικογένεια που στη λίστα με τα απαραίτητα πράγματα για την παραλία δε συμπεριελάμβανε κανένα ταπεράκι με φαγητό». Εντάξει, παιδιά, ας σοβαρευτούμε τώρα, δηλαδή. Προφανώς κι η οικογένεια αυτή ήταν κάποιας ξένης καταγωγής κι όπως φαίνεται κανένα κύτταρό της δεν ήταν ελληνικό. Ποια ελληνική οικογένεια αφήνει τα ταπεράκια στο σπίτι, όταν πρόκειται να κάνει μια τέτοια καλοκαιρινή απόδραση;
Η ημέρα για παραλία έφτασε. Επιβιβάζεστε στο αυτοκίνητο, μυρίζοντας ήδη το αλάτι της θάλασσας, που θα πέσεις για βουτιές, κωλοτούμπες και κολύμπι σαν χέλι –πατώντας εννοείται στον πάτο της θάλασσας– και καθώς η ώρα περνάει και δεν έχεις ακούσει κανέναν απ’ τους δυο σου γονείς να αναφέρει τη λέξη «τάπερ», κρύος ιδρώτας αρχίζει να σε λούζει. Οι γονείς σου, που συνήθως φορτώνουν το αυτοκίνητο με περισσότερα τάπερ απ’ όσοι είναι οι κόκκοι της άμμου στην παραλία.
Κατεβάζεις παράθυρο για να σε χτυπάει το δροσερό αεράκι στα μουτράκια σου και το ταξίδι ξεκινάει. Ώσπου να το πάρεις χαμπάρι, έχεις ήδη φτάσει παραλία και κουβαλάς σαν να μην υπάρχει αύριο ομπρέλες, καρέκλες και τραπέζια -ο παλιατζής. Βγάζεις την ομπρέλα για να τη σταθεροποιήσεις στην άμμο, απορώντας τι ακριβώς κουβαλούσαν οι γονείς σου τόση ώρα. Στρίβεις το βλέμμα σου κατά πάνω τους και συνειδητοποιείς ότι πέρα από δύο ομπρέλες και τέσσερις καρέκλες, είχατε μαζί σας και τέσσερα ψυγειάκια.
Τότε νιώθεις ένα ρεύμα ανακούφισης να σε διακατέχει πως παραλία δεν πήγες με τίποτα εξωγήινους που σε απήγαγαν. Τι; Εσείς δε φορτώνετε το αυτοκίνητό σας με ψυγειάκια και το κάνετε να προχωράει στις δύο πίσω ρόδες του σαν το κατσαριδάκι στην ταινία; Ψεύτες, υποκριτές!
Λίγο αντηλιακό, λίγο χαμόγελο αισιοδοξίας και ξεκινάς να τρέχεις προς τη θάλασσα να βουτήξεις. Φρενάρεις, όμως, γιατί αν βουτήξεις απότομα θα πάθεις οκταπλό εγκεφαλικό απ’ την ξαφνική αλλαγή θερμοκρασίας στο νερό της θάλασσας. Κι εκεί που βρίσκεσαι όρθιος και κάνεις ένα μικρό meeting με τον εαυτό σου, αποφασίζεις να πας και πάλι να καθίσεις λίγο έξω για να το σκεφτείς πιο ήρεμα και προσγειωμένα.
Έλα, όμως, που επιστρέφοντας μπαίνεις στο ραντάρ της μητέρας σου που κάθεται ακόμη έξω. «Θέλεις κάτι να φας;», σκάει σαν βόμβα Ναγκασάκι στα αφτιά σου αυτή η φράση, γκρεμίζοντάς σου κάθε προσπάθεια εγκράτειας προς την κοιλιοδουλείας σου. Τώρα να πεις όχι; Ακόμη κι εδώ θα αρχίσει να λέει ότι τζάμπα μαγειρεύει και τίποτα δεν τρώμε. Αλλά είναι πιο περίπλοκο απ’ όσο εμείς οι «θα κάνεις παιδιά και θα καταλάβεις» αντιλαμβανόμαστε. Κι αν ξαφνικά σκάσει μύτη ο Τουτενστάιν με την Κλειώ μετά από ηλιοθεραπεία και πεινάνε; Τι; Να μας περάσουν για τίποτα κακούς νοικοκυραίους; Όχι δα!
Το πρώτο «κλακ» ηχεί απ’ το καπάκι του ψυγείου που μόλις αφαιρέθηκε και κοιτάς το χέρι της μητέρας να ψαχουλεύει. Στραβοκαταπίνεις, γουρλώνοντας τα μάτια για το τι σε περιμένει κι ευτυχώς βγαίνει μόνο ένα τάπερ με 4-5 τυροπιτάκια. Εκεί σκέφτεσαι λίγο πιο αισιόδοξα απ’ όσο πρέπει και σε καθησυχάζεις, λέγοντας πως το υπόλοιπο είναι γεμάτο με νεράκια και χυμούλιδες.
Και τα υπόλοιπα τρία ψυγεία, βρε κουτορνήθαρε, με τι είναι γεμισμένα; Με ωμές φακές; Τις πήρανε για το φενγκ σούι της παραλίας; Δεν έχεις αντιληφθεί ότι κάθε χρόνο οι γονείς σου προσπαθούν να τελειοποιήσουν την ιδέα μιας πιθανής επιχειρηματικής ενέργειας; Δηλαδή δεν μπορούν να δουν πώς είναι να έχεις μια μικρή καντίνα στην παραλία; Κι επειδή έχουν οικογένεια; Τι πάει να πει αυτό; Δεν έχουν δικαίωμα στα όνειρα και στην ελπίδα; Αν είναι δυνατόν!
Βάζεις τα πόδια κάτω απ’ την άμμο για να νιώθεις πιο κοντά στη φύση και κάπου εδώ ο αγώνας ταχύτητας των τάπερ ξεκινά. Και δώστου τα τάπερ με το κέικ σοκολάτας-πορτοκάλι και δώστου και τα λουκανοπιτάκια και δώστου και τα πεϊνιρλί και σε δουλειά να βρισκόμαστε. «Δεν κάνει να μπαίνετε στη θάλασσα φαγωμένοι», σου λέει μετά. Θα μας τρελάνετε τελείως; Τέσσερις με πέντε ώρες βρισκόμαστε περίπου στην παραλία, ε, και τις τέσσερις-πέντε ώρες «τσιμπάμε» απ’ τα τάπερ χωρίς σταματημό. Πότε να βραχούμε εμείς, δηλαδή; Τζάμπα κουβαληθήκαμε έως εδώ;
Το αντηλιακό αντηλιακό, όμως, έτσι; Μη σε κάψει τίποτα ο ήλιος κάτω απ’ την ομπρέλα και μετά έχει να φας κι όσα γιαούρτια περισσέψουν που δε στοκάρεις τους ώμους σου. Δεν είναι οι καιροί για εγκαύματα. Αν πάλι κάνεις την κίνηση να κουνηθείς, ούτε ένα μικρό σχεδιάκι στην άμμο δεν μπορείς να κάνεις να πούμε, γιατί μοιάζεις σαν μια μικρή ιπποποταμίνα που ξέχασε να γεννήσει για μήνες. Έχεις παραβεί κάθε κανόνα του Κ.Ο.Κ. –κώδικας ομαλής κοιλιάς- και θες να κάνεις και σχεδιάκια στην άμμο, τρομάρα σου.
Το κολύμπι, λένε, γυμνάζει όλο το σώμα. Στα ελληνικά όρια γυμνάζει μόνο τους σιελογόνους αδένες κι εκτός νερού, παρακαλώ. Όσο θα πηγαίνεις διακοπές με την οικογένειά σου, τα ταπεράκια θα σε κρατούν πάντα σε άριστη φυσική κατάσταση για να κατέβεις και πρωταθλητισμό άμα λάχει. Όμως, μην ξεχνάς ότι αυτές οι στιγμές είναι μαγικές κι αναντικατάστατες. Κι αν τα ψυγειάκια αυξηθούν, μη μουτρώνεις. Τρώγε!
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη