Τα τελευταία χρόνια ο Ιούλιος με βρίσκει πάντα να παραθερίζω σε ένα γραφικό ψαροχώρι μισή ώρα περίπου μακριά από την πόλη μου. Για ένα με δυο μήνες κάθε καλοκαίρι χαλαρώνω, αράζω όλη μέρα στην παραλία και δεν κάνω τίποτα άλλο απολύτως.
Έτσι κι εκείνη τη μέρα, Παρασκευή ήταν 10 του μηνός. Ξύπνησα ως συνήθως από το μεγάφωνο του φούρναρη που περνάει κάθε πρωί για να μοιράσει ζεστό ψωμί κι άλλα καλούδια.
Πετάχτηκα από το κρεβάτι, τύλιξα ένα παρεό που βρήκα πεταμένο πρόχειρα στην πλάτη της καρέκλας και κατέβηκα δυο-δυο τα σκαλιά για να προλάβω.
Καλημέρισα τα παιδιά των γειτόνων που ήταν μαζεμένα τριγύρω για να πάρουν ζυμωτό ψωμί κι είχαν προλάβει ήδη να λερωθούν με σοκολάτα από τα βουτυράτα κρουασάν, που μόλις είχαν πιάσει στα χέρια τους και καταβρόχθιζαν λαίμαργα. Αγόρασα κι εγώ ένα καρβέλι ψωμί αντιστεκόμενη στον πειρασμό με τη σοκολάτα.
Αφού μίλησα για λίγο με την κυρία Βάλια, τη γειτόνισσα, μασουλώντας παράλληλα μια μπουκιά που έκοψα στα κρυφά από το αχνιστό ψωμί, που μου’χε σπάσει τη μύτη, ανεβαίνω γρήγορα στο σπίτι να πάρω το πρωινό μου στο μπαλκόνι.
Ανοίγοντας το παντζούρι και βάζοντας στο τραπέζι το ψωμί, το βούτυρο μαζί με φρούτα, γιαούρτι και μέλι, στέκομαι για λίγο να πάρω μια ανάσα αγναντεύοντας τη θάλασσα.
Είχε λίγο κύμα κι ανεβάζοντας το βλέμμα προς τον ουρανό είδα περισσότερα σύννεφα από ό,τι συνήθως, αλλά μακριά. Τσεκάρω καιρό από το κινητό και δείχνει βροχές από το μεσημέρι και μετά. «Με τέτοια λιακάδα, αποκλείεται» σκέφτηκα καθώς έτρωγα.
Από ‘κει κι έπειτα, όλο μου το μεσημέρι το πέρασα στην παραλία. Το μόνο παράξενο που αντιλήφθηκα ήταν ότι η ατμόσφαιρα ήταν περιέργως θολή κι όσο έπιανε το μάτι μου δεν μπορούσα να ξεχωρίσω τα απέναντι μέρη. Ήταν ολοφάνερο από τις σκόρπιες αστραπές ότι εκεί έβρεχε. Αλλά εδώ με τους παραθεριστές των διπλανών σπιτιών συνεχίζαμε κανονικά το μπάνιο μας μένοντας μέχρι αργά το απόγευμα.
Τότε ξαφνικά από το πουθενά άρχισαν να μαζεύονται πάνω από τα κεφάλια μας μαύρα σύννεφα και να ακούγονται βροντές. Κάνω την τελευταία μου βουτιά, βγαίνω γρήγορα να σκουπιστώ όταν συνειδητοποίησα ότι ξέσπασε βροχή, άρα μάταιος κόπος το στέγνωμα. Οι άλλοι τα μάζεψαν κι εξαφανίστηκαν εν ριπή οφθαλμού. Έμεινα μόνη μου να βρέχομαι στην ερημική παραλία και να χαίρομαι σαν μικρό παιδί σηκώνοντας το πρόσωπο προς τον ουρανό για να βρέχομαι περισσότερο. Οι στάλες της βροχής που έπεφταν με ορμή πάνω μου παραδόξως ήταν ζεστές. Η αίσθηση ήταν απολαυστική.
Σε λίγο άρχισε να βρέχει και να φυσάει τόσο δυνατά που μάζεψα άρον-άρον μυαλό και πράγματα και μαζεύτηκα στο σπίτι.
Αφού νύχτωσε κι έξω η καταιγίδα ολοένα και δυνάμωνε περισσότερο με τις αστραπές να κάνουν τη νύχτα μέρα και τον άνεμο να λυσσομανά, έκλεισα παράθυρα κι έμεινα να κοιτάζω αποσβολωμένη το θέαμα. Έκανα ένα-δυο τηλεφωνήματα για να δω πώς είναι η κατάσταση πίσω στην πόλη ενώ παράλληλα κοιτούσα τη θάλασσα να ξεχύνεται έξω με ορμή. Λες και φορούσε ένα μαύρο σκισμένο φουστάνι που ο αέρας το πήγαινε όπου ήθελε. Δεν την έχω ξαναδεί ποτέ μου τόσο ζωντανή, άγρια και σκοτεινή.
Είχε κάτι αυτή η νύχτα. Κάτι με καλούσε να βγω. Ήταν που είχα πάρει κι εκείνη τη μικρή δόση πρωτύτερα με τη βροχή. Ήταν που περνούσα και μια φάση που ήθελα να ζήσω κάτι δυνατό για να ξεκολλήσει το κεφάλι μου. Μα πιο πολύ ήταν η θέα των αγριεμένων νερών. Σκέτη πρόκληση. Η ιδέα να βουτήξω μέσα τους με τέτοιο μπουρίνι φυτεύτηκε μονομιάς στο κεφάλι μου. Δεν ήταν σκέψη που γυρόφερνε ώρα στο μυαλό, γιατί θα την είχα απορρίψει. Ήταν ξύπνημα αισθήσεων.
Και πήγα. Φόρεσα μαγιό και βγήκα στην καταιγίδα. Διέσχισα την αυλή κι από τα πρώτα βήματα ήμουν ήδη μούσκεμα. Το θαμπό κίτρινο φως των φαναριών αριστερά μου, φώτιζε το δρόμο προς τη θάλασσα. Ήθελα όσο τίποτα άλλο να βουτήξω στα ριψοκίνδυνα νερά, καθώς ένιωθα στο πετσί μου το τσούξιμο από την αναζωογονητική κι ορμητική βροχή που έπεφτε ποτάμι.
Καθώς κατηφόριζα στο σκοτάδι, η μόνη σκέψη που φευγαλέα πέρασε κι ευτυχώς βγήκε από το μυαλό μου ήταν μήπως με χτυπήσει κανένας κεραυνός και γίνω επιτόπου κάρβουνο.
Φοβόμουν, έτρεμαν τα πόδια μου αλλά προχώρησα κι άλλο. Παρασυρόμουν από τη μαγεία και τον κίνδυνο ταυτόχρονα. Το ζούσα με όλες μου τις αισθήσεις.
Μόλις αντίκρυσα τη θάλασσα, τα ξέχασα ολα. Επιβλητική, αδάμαστη, με κύματα που έσκαγαν με απίστευτη δύναμη στα πόδια μου. Ο δυνατός παφλασμός των κυμάτων σε συνδυασμό με το σφύριγμα του ανέμου ήταν το κάτι άλλο. Τα βρεγμένα μου μαλλιά ανέμιζαν στον τρελό αέρα και με δυσκολία είδα τις δυο ψαρόβαρκες στα βαθιά που χόρευαν υπό τον ακανόνιστο ρυθμό των κυμάτων.
Αδυνατώντας να κάνω το παραμικρό βήμα εμπρός, γύρισα πλάτη κι έπεσα αφήνοντάς τη να με παρασύρει. Βούλιαξα και ταρακουνιόμουν μέσα της σαν να με είχε πιάσει ένα μεγάλο χέρι και με τίναζε από δω κι από κει. Χρειάστηκε ειλικρινά να βάλω τα δυνατά μου για να μπορέσω να βγω στην επιφάνεια και κυρίως να κρατηθώ εκεί. Ήταν αδύνατο να κολυμπήσω τη στιγμή που μετά βίας ανάσαινα νιώθοντας τα κύματα να με πετάνε πάνω και κάτω με δύναμη.
Κάθε φορά που με έπαιρνε μέσα της ένιωθα ότι άδειαζε το κεφάλι μου από οποιαδήποτε σκέψη. Κι ειδικότερα από μια συγκεκριμένη σκέψη. Ήταν ακριβώς αυτό που είχα ανάγκη. Τη λύτρωση.
Κάποια στιγμή έσκασα σε δυνατά γέλια για αυτή μου την τρέλα. Ποιος να με ακούσει; Δεν υπήρχε άνθρωπος γύρω. Το ευχαριστιόμουν με όλη μου την ψυχή.
Βροντές κι αστραπές, βροχή και τρικυμία. Ένα καλοκαιρινό μπουρίνι. Κι εγώ στη μανιασμένη θάλασσα μέσα στη νύχτα να γελάω και ταυτόχρονα να φοβάμαι έχοντας περάσει σε άλλη διάσταση. Φόβος και χαρά. Ευφορία.
Κολύμπησα όπως μπορούσα προς την ακτή με τη βοήθεια των κυμάτων που με πετούσαν προς τα έξω. Έμεινα εκεί ούτε θυμάμαι πόσο. Είχα ξαπλώσει ανάσκελα νιώθοντας τη βροχή να γδέρνει το κορμί μου αδυνατώντας να συγκρατήσω τη χαρά μου. Ένα χαμόγελο ήταν κολλημένο στα χείλη μου. Εκείνη τη στιγμή ήμουν ευτυχισμένη. Ήμουν εγώ.