Όλα τα παραμύθια ξεκινάνε με το “Μια φορά κι έναν καιρό…”. Θα έπρεπε, ωστόσο, να αναρωτιόμαστε, γιατί όχι όλες τις φορές κι όλους τους καιρούς;
Έχουμε μάθει από μικροί να είμαστε ρυθμισμένοι και να λειτουργούμε επιθυμώντας “τη μια φορά”, θέλοντας το μισό, απωθώντας πάντοτε το όλο. Κουρδισμένοι πολύ καλά να μπορούμε να επιλέγουμε το λίγο, να νιώθουμε άβολα κι εγκλωβισμένοι μέσα στο πολύ. Μας στενεύει, βλέπεις, η ποσότητα. Αισθανόμαστε ικανοποιημένοι βρέχοντας απλώς το δάχτυλο κάτω απ’ τη βρύση ενώ μπορούμε να κολυμπήσουμε σε απέραντες θάλασσες.
Ξεκινάμε αναζητώντας μονάχα το μισό, ενώ γεννηθήκαμε ολόκληροι και γυρεύοντας το όμοιο, επειδή τρομοκρατούμαστε απ’ αυτό που κουβαλάει το διαφορετικό.
Τα μισαδάκια μας μάθανε να επιλέγουμε: Μισούς έρωτες, μισές αγάπες, μισά συναισθήματα. Σαν να πιάνεις κάτι μόνο με τα δάχτυλα κι όχι με όλη σου την παλάμη. Δεν κρατάμε σφιχτά ρε παιδί μου, πώς να στο πω αλλιώς; Τα όνειρά μας μοιάζουν με κομματιασμένα παζλ. Δυο χέρια κι άλλα δύο, η λύση. Να ενώσουν το παζλ, να ενώσουν τα κομμάτια πιο γρήγορα. Κι εμείς αντ’ αυτού, τα σταυρώνουμε τα χέρια. Τα κρατάμε χωμένα κάτω από τις μασχάλες μας.
Εύκολα τα διαθέτουμε μόνο κουνώντας τα και με σκοπό να συνοδεύουν το “αντίο”. Δύσκολα, πολύ δύσκολα σε χειραψία που να συμβολίζει το “μείνε”.
Συναντάμε στον δρόμο μας μάτια που παρακαλάνε να βουτήξεις μέσα τους κι εμείς -δειλοί όντες πια- γυρνάμε απ’ την άλλη το κεφάλι μας. Αναβλύζει ο φόβος απ’ τα κενά που έχουμε πάνω μας κι εισχωρούν οι ανασφάλειες στις τρύπες που φτιάχνουμε μέσα μας. Τότε, είναι που συσσωρευμένα αισθήματα έρχονται στην επιφάνεια κι εμείς βάζουμε τους αντίχειρές μας στον λαιμό τους και τα βυθίζουμε πνίγοντάς τα. Το φιλί της ζωής, το ψάχνουμε πάντα ενδόμυχα, για μια ανάσα ανακούφισης, χωρίς να ζητάμε όμως ουσιαστική βοήθεια. Κι έτσι, περιμένουμε να έρθει να μας σώσει κάποιος, χωρίς να θέλουμε να σωθούμε στ’ αλήθεια.
Ανώφελα σέρνουμε τους εαυτούς μας από ‘δω κι από εκεί, αναζητώντας κάτι που δεν ξέρουμε αν μπορούμε να το διαχειριστούμε. Τα χιλιάδες “αν” μεγεθύνονται πάνω απ το κεφάλι μας σαν μαριονέτες που ορίζουν το συναίσθημά μας κι εμείς εθελοτυφλούμε, φωνάζοντας πως έχουμε τον έλεγχο. Κι όλα αυτά γιατί δεν επιτρέπουμε στο κενό μέσα μας να γεμίσει. Το αφήνουμε σκοτεινό κι ερειπωμένο λες κι έχουμε κάνει συμφωνία με τη μοναξιά. Τόσα χρόνια προετοιμασίας για την ένωση κι εμείς εν τέλει επιλέγουμε το «χωριστά».
Και περνάνε τα χρόνια, απλά παρατηρώντας τα, χωρίς τις μοιρασιές που τους αξίζουν. Αυτό το κενό, μόνο αν αφεθούμε ολοκληρωτικά στο συναίσθημα μπορεί να γεμίσει. Χρειάζεται να γίνουμε ικανοί να δεχτούμε απλόχερα αυτό που ο άλλος προσφέρει και να καταφέρουμε την προσφορά να την ανταποδώσουμε, πολλαπλασιάζοντάς τη. Μόνο αν αποδεχτούμε το «πολύ», θα πάμε πολύ μακριά, αλλιώς ο δρόμος θα μικραίνει ή θα μας βγάζει πάντα σε αδιέξοδο.
Αυτήν εδώ τη ζωή, τελικά, μια φορά τη ζούμε κι έχω πια την εντύπωση ότι εμείς δεν ήρθαμε εδώ για να τη σκηνοθετήσουμε. Ήρθαμε για τον πρώτο ρόλο. Προτείνω λοιπόν, να αφήσουμε τα κοστούμια να τα φορέσει η ίδια κι εμείς επιτέλους να μάθουμε να παίζουμε με τον χαρακτήρα που μας δόθηκε.
Για να ζήσουν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου