Έφτιαξες λίγο το στρίφωμα της μπλούζας για να κάθεται τέλεια πάνω σου. Πέρασες μια ακόμα βουρτσιά στα μαλλιά σου και πρόσθεσες το αγαπημένο σου άρωμα, που συνοδεύει όλες τις στιγμές σου, έως τώρα. Ένα τελευταίο βλέμμα στον καθρέφτη για να κρατήσεις μέσα σου τη μορφή που αντανακλάται.
Τράβηξες μια βαθιά εισπνοή για να πάρεις όλη τη φρεσκάδα που αποπνέουν τα χρόνια σου, να έχεις να τη χρησιμοποιείς όταν το έξω σου δε θα συμπίπτει με το μέσα σου, όταν τα τριάντα θα σου φαίνονται μακρινά. «Ευχή, ευχή!», να κάνεις ευχή προτού σβήσεις τη φλόγα πάνω απ’ τα κεράκια. Σβήσε αυτήν, για να ανάψεις καινούργια, σαν την καινούργια δεκαετία που αγκομαχά να προστεθεί πάνω σου. Και δεν έχεις καμιά ευχή. Και κοιτάς απορημένα, μια τα κεριά, μια τα χέρια σου, που είναι ακόμα νέα και θέλουν να χτίσουν. Η στιγμή σε παύση κι όλα γύρω αδρανή, ενώ εσύ ο μόνος που μπορεί να κινηθεί.
Μια στροφή γύρω απ’ τον εαυτό σου σε κάνει να παρατηρήσεις ό,τι θέλεις να αλλάξεις. Κι αποφασίζεις ότι θες να σε αλλάξεις. Ριζικά. Να πάρεις την πιο μεγάλη ανάσα και να φτάσεις στον πυθμένα της θάλασσας, νιώθοντας την απόλυτη εξιλέωση. Να ξεπλυθείς. Κι έπειτα βγαίνοντας στην επιφάνεια, να νιώσεις την αναγέννηση.
Όλα στο μηδέν ξανά και παρθένα. Μπροστά σου, λευκό χαρτί και το μολύβι στο χέρι σου. Εσύ είσαι ο συγγραφέας. Εσύ είσαι ο ποιητής. Εσύ είσαι ο ζωγράφος. Εσύ είσαι ο δημιουργός. Ετών 31. 30. 29. 28. Αρχίζεις να μετράς και θυμάσαι όλα εκείνα που έζησες, όλα εκείνα που δεν έζησες, αυτά που ζεις κι αυτά που θέλεις να ζήσεις. Ετών 36. 37. 38. 39. Η ευχή σου είναι, τα όσα θες και τα τόσα που θες, ευχές να μη μείνουν. Να γίνουν σώμα, να γίνουν πουλιά, να γίνουν πανιά, να ταξιδέψουν. Κι ύστερα, σαν φτάσεις στην άκρη του δρόμου σου, να αισθάνεσαι πως ποτέ δε βολεύτηκες. Πως ό,τι κι αν έγραψες στο λευκό σου χαρτί, μορφή και σάρκα πήρε.
Όσο διαρκέσει ετούτη η ζωή, να την αλλάζεις. Σαν πηλό στα χέρια σου να την πλάθεις, σχήματα και χρώματα να της βάζεις, να τη χωράς στην τσέπη σου και να την απλώνεις γύρω απ’ τον ήλιο. Κέρμα στα χέρια σου να την κάνεις, να μπορείς όψεις να της γυρνάς. Κι αν κάποτε ακροβάτης νιώσεις στο σχοινί της αλλαγής, μη φοβηθείς· μπορείς να σχεδιάσεις φτερά και να πετάξεις.
Τώρα το ολόλευκο ρούχο σου πέφτει στο πάτωμα. Γέρνεις με τα χέρια ανοιχτά, στο κρεβάτι. Μια ευχή κρέμεται στο ταβάνι. Απλώνεις το χέρι να την πιάσεις.
Καν’ τη. Προλαβαίνεις.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου