Είναι κομμάτι της συνολικής υγείας, επιστημονικός κλάδος, έχει υπάρξει μόδα, είναι φοβερά σημαντική και πολλές φορές έχει γίνει ταμπού και λόγος ενοχής, χωρίς καμία απολύτως βάση. Κατά κανόνα, οι περισσότεροι, λίγο πολύ, έχουμε έρθει σε επαφή με την ψυχοθεραπεία, τουλάχιστον μια φορά στη ζωή μας, καθοδηγούμενοι από ανθρώπους-ειδήμονες. Τι γίνεται όμως με την αυτοθεραπεία της ψυχικής μας υγείας και την εφαρμογή όσων μαθαίνουμε σε μια συνέδρια; Μπορούμε να κάνουμε ψυχοθεραπεία όταν δε βρισκόμαστε με τον ψυχοθεραπευτή μας; Ή μήπως χωρίς αυτόν είμαστε αβοήθητοι κι αδυνατούμε να προχωρήσουμε;
Φυσικά και μπορούμε. Υπάρχουν τρόποι να βοηθήσουμε την ψυχούλα μας καθημερινά, απλώς, ο βασικός παρονομαστής είναι να το θέλουμε. Όλα, μα όλα, τα πράγματα στην ζωή μας παίρνουν συγκεκριμένη μορφή ανάλογα τη μεριά που τα κοιτάμε. Όσο αλλάζουμε οπτική γωνία, τόσο αλλάζουν κι εκείνα. Αν για παράδειγμα, μέσα στην καθημερινότητα νιώθουμε απλοί παρατηρητές και η ζωή κυλάει χωρίς εμείς να ρέουμε μέσα της, υπάρχει πάντα η επιλογή της ξαφνικής βουτιάς. Κάποιος θα μας σπρώξει να πέσουμε ή κάτι θα μας κάνει να θέλουμε να βουτήξουμε- το μυστικό είναι να μην αντισταθούμε.
Όταν όλα μέσα μας μοιάζουν με τοπίο δίχως χρώματα, το πιο απλό πράγμα είναι να σηκώσουμε το βλέμμα μας ψηλά, να ρουφήξουμε όλο αυτό το γαλάζιο που στέκει πάνω απ’ τα κεφάλια μας. Αν κάποια στιγμή αισθανόμαστε μετέωροι και δεν ξέρουμε από πού να κρατηθούμε, η λύση είναι ακριβώς κάτω απ’ τα πόδια μας, αφού η επαφή με τη γη μπορεί να μας κάνει παντοδύναμους. Κι αυτός ο κανόνας μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ρεαλιστικά αλλά και μεταφορικά, ως μια προσπάθεια γείωσης και θέωσης, αναλόγως με το τι είναι αυτό που έχουμε ανάγκη.
Σίγουρα, θα υπάρξουν φορές που τα μάτια μας -αν κι ανοιχτά- δε θα βλέπουν και θα αμφιβάλουμε για τη συνέχεια της διαδρομής. Τότε είναι που πρέπει να εμπιστευόμαστε αυτούς που έχουμε επιλέξει για συνοδοιπόρους και να συνεχίζουμε τον δρόμο, ακολουθώντας τη δική τους ματιά. Η βοήθεια και η στήριξη των δικών μας ανθρώπων, είναι η καλύτερη θεραπεία για την ψυχή μας.
Το σημαντικότερο από όλα είναι να πιστέψουμε ότι κάθε αδιέξοδο δε σημαίνει απαραίτητα και το τέλος του δρόμου. Μπορούμε να γυρίσουμε απ’ την άλλη μεριά και να ξεκινήσουμε από εκεί που σταματήσαμε. Και σίγουρα, κάποια απ’ τα βήματα θα είναι γνώριμα, αλλά θα έχουμε την επιλογή να επιλέξουμε άλλη διαδρομή ή άλλη ταχύτητα και ρυθμό βαδίσματος.
Η αρχή όλων αυτών όμως είναι να βρούμε το κέντρο μας, ποιοι πραγματικά είμαστε, χωρίς συστολές και χωρίς τα απόνερα άλλων καταστάσεων. Οι ερωτήσεις που κάνουμε στον εαυτό μας, μάς βοηθούν να κατανοήσουμε το εγώ μας καλύτερα με αποτέλεσμα να αντιλαμβανόμαστε τον εσωτερικό μας κόσμο πιο ξεκάθαρα- άρα να θεραπευτούμε από τα κακώς κείμενά μας, ή τουλάχιστον να προσπαθήσουμε να το κάνουμε.
Αλήθεια, αν με το πάτημα ενός κουμπιού μπορούσαμε να είμαστε αυτό ακριβώς που θέλουμε, αυτό που είμαστε τώρα, πόσο κοντά είναι σ’ αυτό που επιθυμούμε να γίνουμε;
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου