Η θεωρία του Big Bang καθόρισε την προέλευση του σύμπαντος, δηλαδή την αρχή των όλων. Ήταν εκείνη τη στιγμή, που μετά τη μεγάλη έκρηξη όλα τα σωματίδια απομακρύνθηκαν το ένα από το άλλο λόγω της διαστολής που ακόμη συνεχίζεται και διαμορφώνει τον κόσμο μας. Όσον αφορά τη θεωρία του έρωτα όμως, τα πράγματα λειτουργούν εντελώς αντίθετα. Γιατί, για να δημιουργηθεί η αρχή των όλων, χρειάζονται τα σώματα να έρθουν σε συστολή, να ενωθούν ερμητικά, τόσο που να χωράει το ένα μέσα στο άλλο.
Κανείς δε γνωρίζει ούτε το πότε, ούτε το από πού έρχεται ένας έρωτας· καταφθάνει άλλοτε σκοτεινός και φθαρμένος σαν μυστικό χιλιοειπωμένο κι άλλοτε τόσο φωτεινός, σαν τις πρώτες ημέρες του Ιούνη. Αν είσαι τόσο τυχερός κι έχεις γνωρίσει και τις δύο του όψεις, τουλάχιστον από μία φορά στη ζωή σου, να νιώθεις ευγνώμων που μπόρεσες κι είδες το θαύμα.
Έχοντας, τελικά, κοιταχτεί κατάματα και με τις δύο οψεις του, αυτό που πρέπει να κάνεις είναι να μετρήσεις όσα πήρες απ’ την κάθε μία. Από τη μία, ο έρωτας σε σκοτεινό δωμάτιο μοιάζει με παιχνίδι που όλοι θέλουν να παίξουν και σαν παιχνίδι, θεωρητικά, είναι και πιο εύκολος. Δημιουργεί συνθήκες που εμπνέουν ασφάλεια αφού έτσι μπορείς να κρύψεις την εκδήλωση των όσων και των τόσων συναισθημάτων που γεννιούνται. Μπορεί κάλλιστα να κρύβεται κάτω από σκιερές επιθυμίες και να βολεύεται σε γωνίες αφώτιστων ονείρων.
Σ’ αυτόν των έρωτα καλείσαι να παρακολουθεις περισσότερο και να δρας λιγότερο, με αποτέλεσμα τα χέρια σου να μένουν σταυρωμένα και ξεκούραστα και τα βήματά σου να λιγοστεύουν, αφού τα κάνεις δίχως φως. Θρέφεις τη φαντασία σου και δε θεμελιώνεις την πραγματικότητα. Όλα στο φαντασιακό φάσμα, όμως, είναι πιο αρεστά. Είναι πιο όμορφα όλα στο σκοτάδι. Κι ό,τι δεν μπορείς να δεις, νομίζεις ότι δεν υπάρχει.
Κι έπειτα, υπάρχει κι ο άλλος έρωτας. Εκείνος που έρχεται λουσμένος στο φως, σαν ουρί του παραδείσου. Τόσο εκτυφλωτικός που ασυνείδητα κλείνεις τα μάτια σου μην μπορώντας να αντέξεις τόση λάμψη. Μα η διαφορά σε αυτή την περίπτωση, είναι πως χρειάζονται δύο χέρια ξεσταύρωτα, να κουράζονται δημιουργώντας μεγάλες αγκαλιές να χωράει όλο τούτο εδώ το φως.
Σ’ αυτόν τον έρωτα χρειάζεται να ξέρεις ποιος είσαι και πού θες να πας, γιατί θα βρεθείς μπροστά σε ολόλευκο καμβά και θα κληθείς κάτι να γράψεις. Θα χρειαστεί να κάνεις βήματα σταθερά και συνειδητοποιημένα ώστε να αφήνουν χνάρια, να μπορεί να περνάει από πάνω ο συνοδοιπόρος σου. Κι όταν έρθει η στιγμή που δε θα σε τυφλώνει το πρωτόγνωρο και το διαφορετικό και θα μπορείς να ακουμπάς αυτήν την ενέργεια χωρίς δισταγμό, ο,τι μαύρο έχει απομείνει θα χρωματιστεί, μια για πάντα. Σ’ αυτόν εδώ τον έρωτα μπορείς να υπάρχεις και να χτίζεις, στο παρόν και στο μέλλον.
Στη ζωή, οι έρωτες γεννιούνται και πεθαίνουν. Συστέλλονται και διαστέλλονται. Το βέβαιο μεταξύ των δύο, είναι ότι συνυπάρχουν αρμονικά ανά τους αιώνες. Η αλυσιδωτή τους σχέση, κράτα την ύπαρξη και των δυο σταθερή. Αν δεν έχεις βουτήξει στον πρώτο, δεν μπορείς να κολυμπήσεις με τίποτα στον δεύτερο. Κι αν δεν έχεις δει τη λάμψη του ενός, τότε δε θα καταφέρεις ν’ ανάψεις ποτέ το φως στο σκοτεινό δωμάτιο του άλλου.
Εσύ, σε ποιον έρωτα θα χαρίσεις τη συστολή σου;
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου