Η μουσική είναι απ’ τις πιο ευεργετικές κι απολαυστικές δραστηριότητές μας. Είτε την παράγεις, είτε απλώς την ακούς, η μουσική σε ταξιδεύει, σε γαληνεύει, σε εκτονώνει, σε συντροφεύει. Οι περισσότεροι δεN μπορούν καν να φανταστούν τη ζωή τους χωρίς μουσική και ξεκάθαρα, κάνουν πολύ καλά.
Ζώντας λοιπόν, στην εποχή της εξαιρετικά προηγμένης τεχνολογίας και του internet, υπάρχουν χιλιάδες τρόποι ν’ ακούσεις μουσική. Άπειρες online εφαρμογές, χιλιάδες τρόποι μεταφοράς τραγουδιών από υπολογιστές σε iPods, σε κινητά, σε στικάκια, σε tablets. Το YouTube είναι μάλλον το πρώτο χτύπημά σου όταν ανοίξεις το πρωί το λαπ τοπ σου και τα ακουστικά σου είναι μονίμως συνδεδεμένα είτε σε μια συσκευή μικροσκοπική που χωράει παντού, είτε στο κινητό σου που αριθμεί αμέτρητα κατεβασμένα τραγούδια που θες στ’ αφτιά σου όπου κι αν βρεθείς.
Αυτή η απίστευτη ευκολία που σου παρέχει η online μουσική είναι ασύγκριτη και σου λύνει τα χέρια και κατ’ επέκταση τ’ αφτιά. Δε χρειάζεται παρά ένα κλικ κι ήδη ακούς την αγαπημένη σου playlist που με τόση αγάπη και προσήλωση έφτιαξες και συνεχίζεις να ανανεώνεις.
Πάρε όμως ένα λεπτό για ν’ αναρωτηθείς και να σκεφτείς: Τι απέγιναν τα CDs; Ξέρεις, αυτά τα λεπτά δισκάκια με περιορισμένο αριθμό συγκεκριμένων τραγουδιών που κάποτε μανιακά αγόραζες και μανιακά καθάριζες πάνω σε μπλούζες και παντελόνια για να παίξουν χωρίς παρεμβολές. Πού τα θυμήθηκα; Δεν τα ξέχασα ποτέ.
Όσο άνετα, εύκολα και γρήγορα κι αν ακούς μουσική στη σύγχρονη πραγματικότητα κι όσο απλή κι αν είναι η εμπειρία ακρόασης μέσω σελίδων τύπου YouTube, τίποτα δε συγκρίνεται με την ιεροτελεστία που συνοδεύει το CD και την αγορά του.
Ας πάρουμε τα πράγματα απ’ την αρχή. Τα δισκοπωλεία ή music shops ή σιντάδικα, στη γλώσσα των οπαδών και μυημένων στο άθλημα, είναι αρχικά χώρος εξερεύνησης. Δεν είναι απλώς μαγαζιά που κάτι πουλάνε. Είναι χώροι που μαθαίνεις, που ψάχνεις, που βρίσκεις, που δε βρίσκεις αλλά ανακαλύπτεις κάτι νέο, που θυμάσαι κάτι παλιό και που συναντάς κάτι που αγαπάς.
Σ’ ένα δισκοπωλείο οδηγείσαι από μια αφορμή, αλλά σίγουρα ποτέ δεν πας μόνο γι’ αυτή την αφορμή. Πας γιατί λατρεύεις τη διαδικασία. Πάντοτε δίπλα στο CD που έψαχνες είναι κάποιο άλλο που θα σου τραβήξει το βλέμμα και δίπλα σ’ αυτό ένα ακόμα και πάει λέγοντας. Δεν είμαστε λίγοι όσοι μάθαμε τραγουδιστές και μπάντες τυχαία, πέφτοντας πάνω τους σε κάποιο ράφι δισκοπωλείου.
Ακόμα μεγαλύτερη απόλαυση είναι όταν το μέρος που πας για CD έχει στον τοίχο αυτά τα τεράστια ακουστικά που τα φοράς κι ακούς μουσικές, καινούριες και παλιές, που μαγεύεσαι και μεταφέρεσαι όπου η μελωδία προστάζει. Κι αν δε, κατά λάθος, εκεί που λικνίζεσαι, πέσεις κατά τύχη και πάνω σε μια ενδιαφέρουσα παρουσία που πολλά έχει να σου πει για μουσικές και τραγούδια, ε τότε νιώθεις και λίγο πρωταγωνιστής σε ρομαντική κομεντί.
Άρα με λίγα λόγια τα δισκοπωλεία, η αγορά των CD, δεν είναι απλώς μια αγορά. Είναι μια συνήθεια πολύ προσοδοφόρα και πολύ εθιστική όταν παραδοθείς σ’ αυτή. Διαλέγεις εσύ αυτό που θα πάρεις, το ψάχνεις, το συγκρίνεις, το επεξεργάζεσαι. Δεν είναι μια αυτοματοποιημένη κίνηση όπως αυτή που θα κάνεις στο download στο pc και το κινητό. Κερδίζεις κάτι, δεν εκτελείς απλώς.
Το πήρες λοιπόν το σιντάκι σου και τώρα αρχίζει το ακόμα καλύτερο. Η δεύτερη ιεροτελεστία. Αυτή της ακρόασης. Γιατί, σαφώς, αυτή κι αν είναι ιεροτελεστία. Το CD είναι από μόνο του μια ιστορία. Έχει στίχους, έχει εικόνες, έχει σημείωμα του καλλιτέχνη. Έχει, όσο κι αν σου ακούγεται παράξενο, επαφή. Θα το ανοίξεις, θα ξεφυλλίσεις τις μικρές και λιγοστές σελίδες που συχνά έχει, θα διαβάσεις τους τίτλους των τραγουδιών, θα μάθεις τη σειρά τους. Τόσο αυθόρμητα και τόσο ασυνείδητα θα μπεις σε μια διαδικασία ολόκληρη απλώς για ν’ ακούσεις μουσική.
Και αφού χαζέψεις όλο χαρά το καινούριο σου απόκτημα, θα βάλεις το δισκάκι να παίξει. Και όχι δε θα προχωρήσεις τα ορχηστρικά σημεία επειδή θες να περάσεις γρήγορα στο ρεφρέν, δε θα προσπεράσεις ολόκληρα τραγούδια επειδή ακόμη δεν τα ξέρεις, ούτε θα απορρίψεις άλλα, επειδή δε σου άρεσαν στο πρώτο άκουσμα. Θ’ ακούσεις τα κομμάτια ξανά και ξανά με τη σειρά, λες και κάποιο αόρατο χέρι σε εμποδίζει να κάνεις οποιαδήποτε κίνηση. Θα καταλήξεις σε αγαπημένα, λιγότερο αγαπημένα και ίσως και αδιάφορα, αλλά ακόμα κι αυτά θα τα έχεις ακούσει.
Αν το CD είναι καινούριο και το ακούς πρώτη φορά θα νιώθεις την αγωνία και την ανυπομονησία του πρωτόγνωρου κι αν πάλι είναι κλασικό κι αγαπημένο, θα νιώθεις την ασφάλεια και τη γαλήνη που σου προκαλούν τα αγαπημένα τραγούδια.
Το CD δεν είναι απλώς ένα μέσο ν’ ακούς μουσική. Είναι μια διαδικασία δημιουργική και ουσιαστική. Είναι χρόνος με τις σκέψεις σου, με τον εαυτό σου, με τα συναισθήματά σου. Είναι εικόνες που τις δημιουργείς εσύ για ‘σενα ακούγοντας μελωδίες, κι όχι εικόνες έτοιμες και τυποποιημένες στην οθόνη ενός υπολογιστή.
Τα δισκάκια μένουν, φυλάνε αναμνήσεις και συναισθήματα, συνδέονται με σκέψεις και στιγμές και είναι πόρτα προς κόσμους νέους που θες να γνωρίσεις ή προς κόσμους που θες να επιστρέψεις.
Αν έχεις ξεχάσει πόσο όμορφη είναι αυτή η μικρή ιεροτελεστία, τώρα είναι η στιγμή να την ξαναθυμηθείς και να μην την ξαναστερήσεις απ’ τον εαυτό σου. Κι αν δεν ξέρεις πώς είναι, ήρθε η ώρα να το μάθεις. Γιατί η μουσική πρέπει να συνοδεύεται από αισθητική και διανόηση για να παρέχει τα μέγιστα.
Eπιμέλεια Κειμένου Νέλης Χαχάμη: Σοφία Καλπαζίδου