Σύμφωνα μ’ έναν ινδιάνο αρχηγό δεν υπάρχει θάνaτος, παρά μόνο αλλαγή κόσμων. Κάπως έτσι αντιμετώπιζε η ξεχωριστή αυτή φυλή το τέλος της ζωής του ανθρώπου. Η ψυχή του ανθρώπου περιπλανιέται μέσα από ποτάμια, λίμνες, ίσως μέσα απ’ τον αέρα που κατεβαίνει από τα βουνά.
Πριν από 13 χρόνια και συγκεκριμένα στις 17 Απριλίου του 2011 ο δικός μας ινδιάνος, ο ένας και μοναδικός Νίκος Παπάζογλου αποχαιρέτησε σε ηλικία 63 ετών αυτόν τον κόσμο κι έκτοτε η πάντοτε ελεύθερη ψυχή του περιπλανιέται μ’ ένα κόκκινο μαντήλι κι ένα μπαγλαμαδάκι στο χέρι.
Όσοι είχαν την τύχη να παρευρεθούν στην περίφημη συναυλία του στο Λυκαβηττό το 1991 θα σάς εξιστορήσουν μία εμπειρία μεθυστική, σαν μια μυσταγωγία, μια τελετή μύησης σ’ ένα μουσικό κόσμο που δεν έμοιαζε και πολύ με τους άλλους. Θα σάς πουν για ένα λαϊκό γλέντι που στήθηκε με φόντο τον αθηναϊκό ουρανό.
Ένα γλέντι απ’ αυτά που έστηναν οι Έλληνες παλαιότερα, στις πλατείες των χωριών, στις γειτονιές και τις αυλές των σπιτιών στις πόλεις. Σαν να είσαι σ’ ένα ταβερνάκι με μια κιθάρα, έναν μπαγλαμά και δύο φίλους. Μ’ ένα απλό τζιν κι ένα φανελάκι, χωρίς κάμερες και κινητά ν’ αποσπούν την προσοχή σου απ’ αυτό που λάμβανε χώρα εκείνη τη στιγμή.
Αυτός ο τύπος λοιπόν που λάτρευε τον Μπομπ Ντίλαν και ξεκίνησε ως γνήσιος ροκάς, περνώντας και απ’ τους διάσημους τότε Olympians αντικαθιστώντας τον Πασχάλη όταν αυτός υπηρετούσε τη στρατιωτική του θητεία, κατέληξε να δημιουργήσει ένα λαϊκό μουσικό είδος δικό του, ένα σημείο αναφοράς στην ελληνική μουσική. Είναι περιττό να πούμε ότι τραγούδια όπως «Αύγουστος» , «Τρελή κι αδέσποτη», «Απόψε σιωπηλοί» και δεκάδες άλλα δεν ξαναγράφονται. Προφανώς, και δεν ξαναγράφονται, άλλες εποχές, άλλα μουσικά ήθη κι άλλες κοινωνικές συνθήκες.
Δε λείπει όμως μόνο ο μουσικός Νίκος Παπάζογλου απ’ τα μουσικά μας δρώμενα. Αυτό που λείπει πρωτίστως είναι ο άνθρωπος, η προσωπικότητα, η οντότητα. Σε μία εποχή που περισσεύει η αλαζονεία κι η φτηνή επίδειξη πρόσκαιρης επιτυχίας, θ’ αναπολούμε πάντοτε ανθρώπους που πορεύτηκαν με σεμνότητα και νηφαλιότητα, ανθρώπους που μιλούσαν μόνο μέσα από τη δουλεία τους και τη στάση ζωής τους. Δεν είναι και λίγο πράγμα να σε επιλέγουν ο Σαββόπουλος και ο Χατζιδάκις για να συνεργαστείς μαζί τους. Για την ακρίβεια αποτελεί παράσημο, από αυτά που άλλοι θα πουλούσαν την ψυχή τους στο διάβολο για να το αποκτήσουν.
Η λέξη κληρονομιά, όταν πρόκειται για καλλιτέχνες που φεύγουν από τη ζωή, είναι κάτι γενικό και αόριστο. Στην περίπτωση του Παπάζογλου όμως μιλάμε για πράγματα χειροπιαστά. Είναι οι μελωδίες που ακροβατούσαν ανάμεσα στο παραδοσιακό και το μοντέρνο, ο ασύγκριτος σεβασμός στη μουσική διαδικασία, στο πάντρεμα των οργάνων και στη στιχουργική διαδικασία και αυτό θα είναι πάντα, όσα χρόνια και αν περάσουν, επίκαιρο και διαχρονικό.
Ειλικρινά δε γνωρίζουμε τι θέση θα είχε στα σημερινά μουσικά δρώμενα. Δεν είναι εύκολο να τον φανταστεί κάποιος ν’ ανεβάζει τραγούδια στο YouTube ή να διαφημίζει τη δουλειά του στα social media. Αν ζούσε, πιθανόν να επαναλάμβανε κάτι που είχε αναφέρει σε μια συνέντευξή του, ότι ζούμε σαν Αμερικανοί χωρίς δολάρια, περιγράφοντας έτσι με τον πλέον γλαφυρό τρόπο την πολιτιστική παρακμή μιας ολόκληρης κοινωνίας.
Ίσως, απλώς να έπαιρνε το βαρκάκι του και να έπλεε στις θάλασσες της αγαπημένης του Θεσσαλονίκης. Ίσως, πάλι έπαιρνε την ορχήστρα του και γύριζε όλη την Ελλάδα για να μάς πει ότι δεν είναι ποιητής αλλά στιχάκι. Για να μάς πει ότι κανείς εδώ δεν τραγουδά. Και όμως, όλοι τραγουδούν κι όλοι χορεύουν μ’ έναν τρόπο διονυσιακό, απελευθερωτικό, μεθυσμένοι από έρωτα, πόνο ή χαρά. Ο Νίκος Παπάζογλου έλεγε τραγουδώντας «εγώ δεν είμαι ποιητής», όμως μη σάς ξεγελάει ο στίχος. Ήταν ένας αυθεντικός λαϊκός ποιητής, ένας απλός άνθρωπος που κατάφερνε τόσο εύκολα κι απλά ν’ απελευθερώνει έναν ποταμό συναισθημάτων σ’ όσους τον άκουγαν να τραγουδά.
Μας λείπει η ηρεμία του, σε μία κοινωνία που στις μέρες μας παράγει κυρίως θόρυβο. Μας λείπει η ταπεινότητα του, σε μια κοινωνία που έχει μπουχτίσει από επηρμένους διαδικτυακούς και τηλεοπτικούς δήθεν αστέρες. Τα τραγούδια του δεν είναι απλώς επίκαιρα και διαχρονικά, δεν υποκύπτουν σε τέτοια κλισέ. Είναι δεμένα με μία αόρατη κλωστή στο DNA και θα μάς κρατούν συντροφιά στις διαδρομές μας με το αυτοκίνητο, στα μοναχικά μας βράδια, στους έρωτες μας και στα γλέντια μας. Ποιος ξέρει; Ίσως, η ψυχή του να περιδιαβαίνει πάνω από λαϊκά πανηγύρια ψάχνοντας μια θέση να τρυπώσει ανάμεσα στους μουσικούς για να γίνει ένα με τη μουσική. Με το κόκκινο μαντήλι του κι ένα μπαγλαμαδάκι για συντροφιά.
Επιμέλεια κειμένου: Ανδρέας Πετρόπουλος