Η ταινία «Τα μυαλά που κουβαλάς 2» έχει ήδη σπάσει τα ταμεία τόσο ώστε να αναδειχθεί ως η ταινία με τα μεγαλύτερα κέρδη παγκοσμίως για το 2024. Και, αναμφίβολα, αυτό είναι κάτι που δεν μπορούμε να πούμε πως δεν περιμέναμε. Μετά την αριστουργηματική πρώτη ταινία, η Pixar επιστρέφει, εννέα χρόνια αργότερα, δίνοντάς μας ένα δημιούργημα αντάξιο των προσδοκιών μας. Με τα λεπτομερώς σχεδιασμένα γραφικά, τις συγκινητικές μελωδίες, τους ιδιαίτερους χαρακτήρες και τα μηνύματα που περνάει, το “Inside Out 2”, έχει κερδίσει τις καρδιές του κοινού, και έχει γίνει μία από τις πιο επιτυχημένες ταινίες κινουμένων σχεδίων όλων των εποχών.
Στην ταινία, η Ράιλι, μπαίνει στην τρομακτική περίοδο της εφηβείας και μέσα σε μια νύχτα, τα πάντα αλλάζουν. Στο κέντρο ελέγχου, τα νέα φτάνουν ως ένας εκκωφαντικός συναγερμός που διαταράσσει την ησυχία και δημιουργεί αναστάτωση. Τέσσερα νέα συναισθήματα κάνουν την εμφάνισή τους: η Ανησυχία, η Ζήλεια, η Ντροπή και η Ανία, οι πρωταγωνιστές της εφηβείας, με άλλα λόγια. Και εδώ είναι που αυτό το χάος μας φαίνεται υπερβολικά οικείο, μέχρι που συνειδητοποιούμε ότι η εφηβεία δεν είναι τίποτα άλλο πέρα από ένας προπομπός της ενήλικης ζωής.
Η Ανησυχία αποδεικνύεται ο πραγματικός κυρίαρχος, επιβάλλει την παρουσία της και παίρνει τον έλεγχο. Και ξαφνικά, σκεφτόμαστε πως πιθανά ένα τέτοιο πορτοκαλί πλασματάκι ζει και στο δικό μας μυαλό, γιατί πώς αλλιώς δικαιολογούνται αυτές οι ομοιότητες; Γιατί κι εμείς, όπως και αυτό, προσπαθούμε μάταια να προβλέψουμε το μέλλον κάνοντας τα χειρότερα δυνατά σενάρια και υποθέσεις και πανικοβαλλόμαστε για πράγματα που δεν μπορούμε καν να ελέγξουμε. Πιέζουμε το σώμα μας φτάνοντάς το στα όρια του, προκειμένου να πετύχουμε έναν σκοπό που νομίζουμε ότι θα μας οδηγήσει στην ευτυχία. Πίνουμε τον έναν καφέ μετά τον άλλο, μένουμε ξάγρυπνοι προσπαθώντας να γίνουμε όλο και καλύτεροι, όλο και πιο ικανοί. Και το χειρότερο είναι πως το άγχος, μας ξεγελάει τόσο πολύ ώστε να νομίζουμε ότι όλες αυτές οι πράξεις, όλες αυτές οι σκέψεις στις οποίες υποβάλλουμε τον εαυτό μας γίνονται με σκοπό τη «προστασία μας από τα τρομακτικά πράγματα που δεν μπορούμε να δούμε». Πληγώνουμε τον εαυτό μας, σωματικά και ψυχικά, γιατί το άγχος, μας έχει κάνει να πιστεύουμε ότι αυτός είναι ο δρόμος προς την ευτυχία. Και τότε είναι που το σώμα μας προσπαθεί να μας προειδοποιήσει πως κάτι δεν πάει καλά˙ πόδια που τρέμουν, ανάσες που γίνονται κοφτές, παλμοί που ανεβαίνουν, δάκρυα που κυλούν στα μάγουλά μας.
Αλλά η πλύση εγκεφάλου που μας έχει κάνει το άγχος, είναι τόσο ισχυρή που ούτε οι κρίσεις πανικού δεν μπορούν να την αναιρέσουν.
Αυτή η ταινία, καταφέρνει να μας γυρίσει όλους στην εφηβεία μας, η οποία -όπως αποδεικνύεται- έχεις τρομακτικές ομοιότητες με την ενήλικη ζωή. Γιατί, πόσες φορές, δεν έχουμε νιώσει και εμείς την απελπισία που ένιωσε η Ράιλι όταν έμαθε πως θα πάει σε διαφορετικό γυμνάσιο από τις φίλες της; Περνάει μέσα από το πανί αυτό το συναίσθημα μοναξιάς, αυτός ο πανικός ότι όλα αλλάζουν απότομα και εμείς δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα για να τα σταματήσουμε. Πόσες φορές δεν έχουμε αλλάξει την προσωπικότητά μας, δεν έχουμε απαρνηθεί τις αξίες και τις πεποιθήσεις μας, προκειμένου να ταιριάξουμε σε μία παρέα; Από το πιο απλό, που μπορεί να είναι να χλευάσουμε το αγαπημένο μας συγκρότημα, μιας και δεν είναι “in”, μέχρι να θυσιάσουμε φιλίες στον βωμό της αφομοίωσης σε μία παρέα που νομίζουμε ότι θα είναι πιο ευνοϊκή για το μέλλον μας. Γιατί αυτό είναι το κοινωνικά αποδεκτό, αυτό περιμένει από εμάς ο κόσμος: να προσαρμοζόμαστε με όποιο κόστος προκειμένου να μη μείνουμε μόνοι μας, να μην ξεμείνουμε με τον εαυτό μας, μιας και, η μοναξιά, φαίνεται να είναι κοινωνικά κατακριτέα.
Και η ζωή γίνεται τόσο βάρβαρη και βιώνουμε μια κατάσταση που αντί να βελτιώνεται, χειροτερεύει. Μέρα με τη μέρα. Όλο και περισσότερο άγχος, όλο και περισσότερη ζήλεια, ντροπή, υποχρεώσεις, προσδοκίες στις οποίες πρέπει να ανταποκριθούμε, φόβος ότι «δεν είμαστε αρκετά καλοί». Φτάνεις στο σημείο να σκέφτεσαι κι εσύ όπως η Χαρά, πως «ίσως αυτό συμβαίνει όταν μεγαλώνεις: χαίρεσαι λιγότερο». Τα συναισθήματα που βίωνες τόσα χρόνια, αυτή η χαρά και η αισιοδοξία, ο υγιής θυμός, ακόμη και ο φόβος, έχουν αντικατασταθεί από κάτι άλλο. Κάτι νέο και απροσδιόριστο που δεν μπορείς να κατονομάσεις, και από το οποίο θέλεις απεγνωσμένα να απαλλαγείς. Συνειδητοποιείς πως έχεις παραγκωνίσει τόσο αυτά τα συναισθήματα, που δεν μπορείς καν να θυμηθείς την τελευταία φορά που τα βίωσες. Δεν μπορείς καν να θυμηθείς την τελευταία φορά που γέλασες με την καρδιά σου.
Και πάνω που η ταινία έχει ζωντανέψει στο μυαλό μας όλες εκείνες τις σκοτεινές στιγμές της ζωής μας, πάνω που έχει επαναφέρει κάθε καταπιεσμένο συναίσθημά μας, κάθε ενδόμυχο φόβο μας, τότε είναι που μας δίνει και τη λύση. Γιατί, τελικά, η απάντηση στο πρόβλημα δεν είναι απλώς να παραγκωνίζουμε τα αρνητικά συναισθήματα και να ευχόμαστε για μια ζωή γεμάτη αποκλειστικά με τα θετικά. Η χαρά και η αισιοδοξία, σαφώς, είναι η κινητήριος δύναμη. Γι’ αυτό και πρέπει να φροντίζουμε να γεμίζουμε όσες περισσότερες αναμνήσεις μπορούμε με αυτές. Ακόμη όμως και οι χειρότερες αναμνήσεις μας, όλες εκείνες οι στιγμές που θα θέλαμε να μην έχουν συμβεί ποτέ, έχουν κάτι να μας διδάξουν. Στην ταινία, το χάος που επικρατούσε στο κέντρο ελέγχου, σταμάτησε μόνο όταν η αυτοσυνείδηση της Ράιλι συγκροτήθηκε από όλα τα συναισθήματα και όλες τις αναμνήσεις της. Έτσι κι εμείς, πρέπει να αγκαλιάσουμε όλες τις εκφάνσεις του εαυτού μας, γιατί «κάθε κομμάτι μας συμπληρώνει αυτό που είμαστε».
Μέσα σε 96 λεπτά, η ταινία «Τα μυαλά που κουβαλάς 2», κατάφερε να μας υποβάλει σε ένα συναισθηματικό roller-coaster. Ξαφνικά είμαστε και πάλι έφηβοι και βιώνουμε ξανά όλα εκείνα τα πρωτόγνωρα συναισθήματα. Με έναν μαγικό τρόπο μας κάνει να καταλάβουμε πως η χαρά δεν είναι πανάκεια. Είναι απλώς ένα συναίσθημα, ίσως λίγο πιο σημαντικό από τα άλλα. Καλώς ή κακώς, το άγχος και όλα τα υπόλοιπα αρνητικά συναισθήματα, θα υπάρχουν για πάντα, όσο κι αν παλεύουμε για το αντίθετο. Και αυτό είναι οκέυ με την προϋπόθεση ότι τηρούνται οι απαραίτητες ισορροπίες˙ κάθε συναίσθημα έχει δύο όψεις, αλλάζει μόνο η οπτική από την οποία επιλέγουμε να τα δούμε.
Πηγή εικόνας: Cosmopolitan
Επιμέλεια κειμένου: Αγγελική Θεοχαρίδη