Άσχημο πράγμα το μίσος, γεμίζει το μυαλό σου μα κάνει την καρδιά σου να αδειάζει. Δε μίσησα πότε τίποτα και κανέναν, άδικος κόπος, ψυχοφθόρα η διαδικασία. Βρήκα όμως κάτι που προκαλεί μέσα μου τέτοιου είδους συναισθήματα, που αν ήταν ανάμεσα στα δάχτυλα των χεριών μου θα τα κουνούσα δυνατά για να το εξαφανίσω.
Μισώ τα βράδια που περνάω μακριά σου. Κυριολεκτικά τα σιχαίνομαι, θέλω να τα διαγράψω από το ημερολόγιο και τις αναμνήσεις μου και στη θέση τους να βάλω μαύρη οθόνη να παίζει σε επανάληψη.
Από μικρό παιδί αντιπαθούσα το σκοτάδι, με έκανε να αισθάνομαι πως χάνω τον έλεγχο. Τώρα πια μόλις νυχτώνει με ενοχλεί περισσότερο ότι δε σε έχω πλάι μου, πάρα ότι κάηκε η λάμπα από το φωτάκι νυκτός και θα κοιμηθώ χωρίς να μπορώ να δω το παραμικρό.
Τα πρωινά περνάνε ευκολότερα. Το ξυπνητήρι χτυπάει κι έτσι κυλάνε όλα σαν ντόμινο. Ευθύνες, τρεξίματα, υποχρεώσεις και πάλι από την αρχή. Το ‘χα πάντα συνήθεια κακιά, όταν θέλω να παγώσω το μυαλό μου, να σταματήσω να σκέφτομαι, να εξαντλώ το σώμα, να κάνω αυτό να μουδιάζει στη θέση του.
Όσο όμως και αν το προσπαθώ κάποια στιγμή ανάβουν τα φώτα του δρόμου έξω από το παράθυρο. Και να έτσι όπως τώρα τις κοιτάω, μου φαίνεται πώς μοιάζουν κάπως στη φιγούρα σου. Άξαφνα το μυαλό μου τρέχει ανεξέλεγκτο και με βρίσκει να σκέφτομαι όλα εκείνα που θα μπορούσαμε να κάνουμε, αν περνούσαμε αυτό το βράδυ μαζί.
Να περπατάμε με τα χέρια μπλεγμένα στην ήσυχη πόλη και να σκαρφιζόμαστε ιστορίες με λεωφόρους και στενά. Να με ξεναγείς σε όλα τα μέρη που έχουν για σένα σημασία, να με κάνεις κομμάτι από το παρελθόν σου.
Να καθόμαστε σπίτι και να βλέπουμε το καινούργιο επεισόδιο από εκείνη τη σειρά που παρακολουθούμε και οι δύο φανατικά. Να μιλάμε ασταμάτητα για το πώς περάσαμε τη μέρα μας. Να σου λέω για το πόσο έχω εξοργιστεί με τους συναδέλφους μου κι εσύ για τις βαριές κουβέντες που αντάλλαξες με την οικογένειά σου κι έχεις μετανιώσει.
Να σε κρατάω σφιχτά στην αγκαλιά μου, να χαϊδεύω το πρόσωπό σου. Να ξεκινάω τα φιλιά μου από την κορυφή του κεφαλιού σου και να μη σταματάω μέχρι να φτάσω στα νύχια σου. Να σου δείχνω ό,τι με ενθουσίασε και με έκανε να γελάσω. Να μου αφηγείσαι με κάθε λεπτομέρεια ό,τι σε προβλημάτισε, ό,τι καινούργιο επιθυμείς να ζήσεις.
Και λίγο πριν ξημερώσει να τα πούμε έξω απ’ τα δόντια. Να σου εκμυστηρεύομαι τους φόβους μου. Να με μαθαίνεις, να σε μαθαίνω. Να μοιράζεσαι την αλήθεια σου κι εγώ τη δική μου.
Κοιτάζω το ρόλοι μια φορά κι ύστερα άλλη μια, το κάνω πια μηχανικά, δε μένει η ματιά μου στους αριθμούς, δεν αποθηκεύει ο εγκέφαλός μου τα σύμβολα. Το μόνο που θέλω είναι να σπρώξω με όλη μου τη δύναμη το χρόνο μπροστά. Να έρθει πάλι το πρωί, να ξαναγεννηθεί η ελπίδα, πως ίσως το επόμενο χάραμα το αντικρίσουμε μαζί.
Επιμέλεια Κειμένου Μαρίας Τριγώνη: Κατερίνα Κεχαγιά