Ημέρα της Μητέρας η προηγούμενη Κυριακή και με βρήκε το μεγαλύτερο μέρος της, να διαβάζω ανελλιπώς τα κείμενα που συνέταξαν οι αρθρογράφοι μας στο δικό μας αφιέρωμα. Και επειδή ο Θεός εκτός των άλλων με έχει κάνει ευσυγκίνητη, υπερευαίσθητη πολλές φορές, τα δάκρυα δεν άρχισαν να φανούν.
Αναπολούσα την φιγούρα μιας γυναίκας που σημάδεψε τη δική μου ζωή, τόσο όσο και η μητέρα μου, της γιαγιάς μου.
Ούσα χήρα από τότε που γεννήθηκα και με τη μαμά μου να είναι το μοναχοπαίδι της, η γιαγιά μου ζούσε ακριβώς απέναντι από εμάς. Σε ένα διαμέρισμα, όπου πέρασε όλη της τη ζωή, κάνοντας την έτσι αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητας μας.
Θυμάμαι από μικρές με την αδελφή μου να ζηλεύουμε τις φίλες μας που είχαν γιαγιάδες και παππούδες στο χωριό και έκαναν εκεί διακοπές μακράς διαρκείας, αλλά και αυτές με τη σειρά τους να ζηλεύουν εμάς, που μπορούσαμε να την έχουμε κοντά μας.
Όλες τις εποχές του χρόνου ανεξαιρέτως.
Μοδίστρα στο επάγγελμα συνήθιζε να μου ράβει πανομοιότυπα με τα δικά της φορέματα, ενώ η ομοιότητα μας έκανε πολλούς να μας αποκαλούν μητέρα και κόρη, παρά γιαγιά και εγγονή.
Κοσμοπολίτισσα από τις λίγες, την θυμάμαι συχνά πυκνά να φεύγει για ταξίδια σε προορισμούς, άλλοτε μακρινούς, άλλοτε κοντινούς και να επιστρέφει πάντα με μια γεμάτη βαλίτσα με κάθε λογής δώρα.
Μα και ιστορίες.
Αυτές οι ιστορίες, αλλά και οι αναμνήσεις της από το πόλεμο που έζησε αυτή και τα αδέλφια της, ήταν η συντροφιά μας εκείνα τα ζεστά καλοκαιρινά βράδια που ο ύπνος αργεί να έρθει.
Κάτι σαν το νανούρισμά μας.
Τραγούδια, χοροί που προσπαθούσε ανεπιτυχώς να μας διδάξει από την περίοδο που έζησε και μεγάλωσε στο χωριό, τώρα βρίσκονται βαθιά ριζωμένοι στη μνήμη μας, η μεγαλύτερη κληρονομιά μας.
Και ήταν και αυτή η γλυκιά εμμονή της κάθε φορά που πήγαινε για ψώνια, να γυρνάει με πετσέτες και σεντόνια για έμενα και την αδελφή μου, επειδή σαν γυναίκες που είμαστε έπρεπε να έχουμε έτοιμη την προίκα μας.
Που μας συμβούλευε για το πόσο οι εποχές έχουν αλλάξει, αλλά πάντα στο τέλος μας έβρισκε να μαλώνουμε μεταξύ μας για το ποια θα πάρει το σετ με τα ομορφότερα τριαντάφυλλα.
Η ήρεμη δύναμη της οικογένειας, απείχε πάντα από τις συγκρούσεις μας. Μα ήταν η μόνη που μας συμφιλίωνε στους ομηρικούς καβγάδες με τη μητέρα μας με παροιμίες και ρήσεις από την Αγία Γραφή.
Τη θυμάμαι κάθε απόγευμα να διαβάζει πάντα για την αγάπη και συγχώρεση.
Αυτή τη γιαγιά λοιπόν, την χάσαμε αναπάντεχα ένα απόγευμα του Οκτώβρη, λίγα χρόνια πριν. Ήταν μία από τις λίγες φορές που είδα τη μητέρα μου να κλαίει, κόρη πια. Πολλοί προσπάθησαν να μαλακώσουν την απώλειά μας, με την κλασική παρηγοριά της μεγάλης της ηλικίας. Δε πέτυχε. Δε νομίζω ότι μπορεί ποτέ να πετύχει.
Εγώ θα τη θυμάμαι πάντα νέα.
Κάθε χτύπημα του κουδουνιού θα με βρίσκει για πάντα στα σκαλοπάτια. Να περιμένω.
Να ελπίζω πως είναι αυτή που γύρισε χαμογελαστή από κάποια από τα ταξίδια της, με τα μπαγκάζια φορτωμένα εικόνες και ιστορίες.