Όλοι οι άνθρωποι έχουμε μια περίεργη σχέση με την ηλικία μας. Όσο είμαστε ακόμα μικροί αυτό που επιθυμούμε διακαώς, είναι να μεγαλώσουμε πριν απ’ την ώρα μας. Θέλουμε όσο τίποτα άλλο να φαίνεται ότι είμαστε πιο μεγάλοι από αυτό που γράφει το πιστοποιητικό γεννήσεώς μας και προσπαθούμε μάλιστα να το πετύχουμε με όλες μας τις δυνάμεις.

Τα χρόνια, όμως, κυλάνε γρήγορα κι έτσι κάπου εκεί κοντά στα τριάντα, οι άλλοι γύρω σου αρχίζουν τελικά να σου φέρονται σαν τον ενήλικο κι ώριμο άνθρωπο, που ήθελες πάντα να είσαι. Το πρώτο σημάδι της νέας τάξης πραγμάτων εμφανίζεται ολοζώντανο μπροστά στα μάτια σου, όταν ξεκινούν να σου απευθύνονται στον πληθυντικό αντί για τον μέχρι τότε γνωστό σου ενικό.

Ο πληθυντικός, βλέπεις, στα εφηβικά και τα φοιτητικά σου χρόνια ήταν ο αγαπημένος σου αριθμός. Φούσκωνες σαν παγώνι όταν σου μιλούσαν στις δημόσιες υπηρεσίες λες και στέκονταν κι άλλα άτομα πίσω απ’ την πλάτη σου, μαζί σου. Χαιρόσουν λίγο παραπάνω, όταν διάβαζες δίπλα απ’ το όνομά σου την προσφώνηση «Κυρίος/α», ένιωθες επιτέλους τον κόσμο να σταματάει να σου φέρεται σαν να ήσουν ακόμα στο νήπιο. Αισθανόσουν έτσι ότι αποκτούσες ένα παραπάνω κύρος. Γινόσουν περισσότερο υπεύθυνος για τις πράξεις σου, έτοιμος να κατακτήσεις το μέλλον που τόσα χρόνια προετοίμαζες κι ονειρευόσουν.

Η πρώτη ψυχρολουσία έρχεται λίγα χρόνια αργότερα, όταν δε βλέπεις το «Κύριος/α» τυπωμένο μόνο σε επίσημα χαρτιά κι επιστολές, αλλά σου το λένε πλέον και πρόσωπο με πρόσωπο. Όπως η –σχεδόν συνομήλική σου– γυναίκα που δε σε αποκάλεσε στο παιδάκι δίπλα της «η κοπέλα», αλλά «η κυρία». Εσένα όμως σου φαίνεται όλο αυτό αστείο, θεωρείς πως είναι τελείως έξω απ’ τα νερά σου. Άλλωστε εσύ νιώθεις σαν να έχεις μόλις κλείσει τα είκοσι κι έτσι απλά το προσπερνάς. Σκέφτεσαι πως είναι απλά ένα μικρό παιδί κι αυτός είναι ένας απόλυτα σωστός τρόπος για να μάθει πως να είναι σεβάσμιο να μιλάς απέναντι σε άγνωστους ανθρώπους.

Το αληθινό χαστούκι σε χτυπάει στο πρόσωπο όταν η διαφορά ηλικίας μικραίνει, όπως με τα παιδιά που είναι στην εφηβεία. Όταν εσύ δεν έχεις ακόμα καλά-καλά σβήσει κεριά που να έχουν το τρία μπροστά τους κι όμως ακούς μαθητές του γυμνασίου να σου μιλάνε σαν να στέκουν ανάμεσά σας μπόλικες δεκαετίες. Όσο να ‘ναι θυμώνεις, το παίρνεις, βρε παιδί μου, προσωπικά. Νομίζεις ότι σε βάζουν νοητά στην ίδια κατηγορία με τους φίλους των γονιών τους, σαν να πάτησαν ξαφνικά το fast forward και να σε έκαναν με τη μια μεσήλικα.

Κάπως έτσι αρχίζεις τα παζάρια. Ρωτάς τη χρονολογία που γεννήθηκαν και κάνεις τους υπολογισμούς σου για να δεις πόσα χρόνια σας χωρίζουν. Προσπαθείς να τους πείσεις πως δεν είστε δα και τόσο μακριά, γίνεσαι φίλος τους και παλεύεις μ’ αυτόν τον τρόπο να κρατήσεις κι εσύ κάτι από εκείνα τα χρόνια που έχουν περάσει ανεπιστρεπτί. Όσο όμως τα περιστατικά αυξάνονται τόσο όλα εκείνα τα υπαρξιακά προβλήματα που έχουν απασχολήσει όλους μας κατά καιρούς, σου χτυπάνε την πόρτα. Ποιος είμαι, πού πάω, πώς πέρασε έτσι ο καιρός.

Αργά ή γρήγορα έρχεται η στιγμή που τον αποδέχεσαι τελικά τον πληθυντικό σε σημείο μάλιστα που σου περνάει απλά απαρατήρητος πάνω στην κουβέντα. Μόνο όταν έρθει η στιγμή που θα λείψει καταλαβαίνεις πόσο ύπουλα στεκόταν τόση ώρα εκεί.

Και τότε είτε ζητάς να επιστρέψει, ή τον αφήνεις απών έστω για λίγο και γίνεσαι πάλι παιδί.

 

Συντάκτης: Μαρία Τριγώνη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη