Υπήρξε μια φάση της ζωής μου στην οποία πήγαινα μανιωδώς στον κινηματογράφο.
Πολλές φορές τύγχανε να παρακολουθήσω και ταινίες που δεν πολυσυμπαθούσα.
Κάποια στιγμή λοιπόν, πήγα με την κολλητή μου, σε μια ελληνική παραγωγή.
Η κύρια υπόθεση της ταινίας ήταν η ιστορία μιας γυναίκας που καλείται να επιλέξει για σύζυγό της, έναν ανάμεσα σε τέσσερις που την πολιορκούν.
Και οι τέσσερις όμως, έχουν και από ένα τρανταχτό ελάττωμα.
Ο πρώτος ήταν τσιγκούνης, ο δεύτερος μαμάκιας, ο τρίτος γυναίκας και ο τελευταίος ζηλιάρης.
Θυμάμαι στο τέλος της ταινίας, να διαφωνώ έντονα με την φίλη μου, στο ποιος από τους παραπάνω ήταν τελικά ο χειρότερος.
Εκείνη υποστήριζε ο ζηλίαρης. Εγώ επέμενα στον γυναικά.
Μέχρι που γνώρισα τον Αντρέα.
Ο Αντρέας, είχε πολλά χαρακτηριστικά που τον έκαναν σκέτο κελεπούρι.
Όμορφος, έξυπνος, επιτυχημένος και εκλεπτυσμένος.
Κάπως έτσι την πάτησα και εγώ.
Τα λεπτά στο πρώτο μας ραντεβού, περνούσαν νεράκι, μέχρι που ξαφνικά η λέξη «μαμά», άρχισε ν’ακούγεται επικίνδυνα πολύ.
Αρχικά, χτύπησε τρυφερή φλέβα μέσα μου και το εν λόγω δέσιμο με τη μαμά, το πρόσθεσα στην ατελείωτη λίστα των ατού του.
Τρομάρα μου.
Σε όλη τη διάρκεια της σχέσης μας, η μαμά είχε το πρώτο και τον τελευταίο λόγο, σε οποιοδήποτε θέμα.
Όσο ο καιρός περνούσε, τόσο άυξανε και εκείνη τα τηλεφωνήματά της προς εμένα.
Τα τηλεφωνήματα βεβαία μη βιαστείτε να υποθέσετε οτι έκρυβαν κάποιο ανθρωπιστικό ενδιαφέρον.
Κάθε άλλο.
Κατασκοπία ήταν.
Να μάθει τα κουμάντα του γιόκα της ήθελε.
Για να μην πάμε και στο επαγγελματικό.
Που άλλο ήθελε ο Αντρέας να σπουδάσει, άλλο κατέληξε να κάνει.
Και να σου οι καταθλίψεις και να σου τ’απωθημένα.
Σε μένα όμως μόνο τα ‘λεγε αυτά.
Στη μανούλα σούζα. Σούζα και μόκο, μην την πικράνουμε και έχουμε να τρέχουμε στ’επειγοντά βραδιάτικο.
Βέβαια η μανούλα, εκτός από την κυρία «τα ξέρω όλα», ήταν και η πρώτη του χωριού.
Ποιου χωριού; Της Άνω Στεμνίτσας, αλλά τι σημασία έχει;
Ήταν η ομορφότερη του λόγου της. Η πιο καπάτσα και η πιο νοικοκυρά.
Καμιά δεν την έφτανε.
Και έτσι και οι σχέσεις του Αντρέα, ουδέποτε ξεπέρασαν το τρίμηνο.
Και όλα αυτά τα πανηγυράκια της, δε θα μ’ενοχλούσαν καθόλου, θα εξακολουθούσα να ξεκαρδίζομαι κάθε που έπιανε την καρδιά της να προσποιηθεί έμφραγμα, αν εκείνος δεν ξεκινούσε να με συγκρίνει μαζί της.
Στη σύγκριση βέβαια, εννοείται ότι έβγαινα πάντα χαμένη.
Άτιμο οιδιπόδειο, τα καλύτερα παιδιά έχεις νοσήσει.
Στις συνταγές, η μαμάκα, έβγαζε τη σκούφα και στον Μποτρίνι.
Τι να φτουρήσω εγώ;
Την ακούγαμε λοιπόν στο μεσημεριανό μας τραπέζι, δια στόματος Αντρέα.
Το μαλακτικό μας, δε μύριζε σαν της μανούλας, οπότε να το αλλάξουμε και αυτό.
Όταν όμως φτάσαμε να την ακούμε και στο κρεβάτι, εκεί έχωσα τ’αυτιά μου στο μαξιλάρι και του είπα να μαζέψει τα πραματάκια του και να διαλυθεί ησύχως.
Πριν το πω, κοίταξα το ρολόι.
Ευτυχώς δεν είχε ακόμα δύο τη νύχτα.
«Ετοιμάσου γρήγορα, μην σε κλειδώσει απ’εξω. Φάε και μια τσίχλα μη μυρίσει το τσιγάρο. Και οπωσδήποτε κρύψε τα προφυλακτικά.», του είπα και υποσχέθηκα στον εαυτό μου, πως την επόμενη φορά που θ’ακούσω τη λέξη «μαμά» σε πρώτο ραντεβού, θα φύγω τρέχοντας.
Μέχρι στιγμής, το ‘χω κάνει τρεις φορές.
Ζωή να ‘χουν.