Πόρτα (ουσ.). Το άνοιγμα που κλείνει συνήθως με μία θύρα.
Οι πόρτες πάντα ασκούσαν στη φαντασία μου μιαν περίεργη έλξη, καθώς περνούσα απ΄ έξω τους συχνά στεκόμουν και αναρωτιόμουν τι άραγε να έκρυβαν πίσω τους. Δείχνουν ένα μυστήριο που αν μην τι άλλο σε κάνει πολλές φορές να σκέφτεσαι πώς μπορεί να είναι το εσωτερικό τους. Συμπεριφέρονται διαφορετικά οι άνθρωποι πίσω τους;
Οι πόρτες βλέπεις, για πολλούς είναι το οχυρό τους, η τελευταία γραμμή άμυνάς τους που μόλις προσπεράσεις, έρχεσαι πρόσωπο με πρόσωπο με τον πραγματικό τους χαρακτήρα, με το δικό τους χώρο, με το πιο ειλικρινές κομμάτι του εαυτού τους. Για το λόγο αυτό, το να περάσεις και μόνο το κατώφλι κάποιου είναι ένα μεγάλο βήμα για τη μεταξύ σας σχέση, ένα βήμα οικειότητας κι εμπιστοσύνης, ένα βήμα που σε κάνει αυτομάτως κομμάτι της ζωής του άλλου.
Όσο όμως σημαντικό είναι το άνοιγμα μιας πόρτας, το να κάνεις στην άκρη για να τον αφήσεις να μπει, την ίδια ή ίσως και τη διπλάσια σημασία έχει και το κλείσιμό της.
Στο ζενίθ ενός μεγάλου καβγά το πρώτο πράγμα που χτυπάς με βρόντο μπροστά στα μούτρα του άλλου είναι η πόρτα. Είτε κατεβαίνεις από το αυτοκίνητο και πηγαίνεις γρήγορα προς την είσοδο της πολυκατοικίας σου, είτε κλείνεσαι στην κρεβατοκάμαρα και τον αφήνεις να ωρύεται στο σαλόνι. Την κοπανάς με όλη σου τη δύναμη γιατί θες έτσι να δείξεις την οργή σου. Το ότι έφτασες στα όριά σου και θες χρόνο για να ηρεμήσεις ώστε να προστατεύσεις κι εκείνον αλλά και τον εαυτό σου, για να μην ειπωθούν λόγια που μετά ξέρεις καλά πως θα μετανιώσεις, δε θα μπορείς όμως να τα πάρεις πίσω.
Δείχνεις με το δικό σου τρόπο ότι το θέμα έχει αρχίσει να φτάνει στο απροχώρητο και χρειάζεσαι δικό σου χρόνο και χώρο για να χαλαρώσεις και να ανασυντάξεις τις δυνάμεις σου. Απομονώνεσαι, εξορίζεις για λίγο τον άλλον από τον κόσμο σου για να μπορέσεις να σκεφτείς και ύστερα να πράξεις.
Και είναι πάλι η πόρτα που κάνει τη μεταξύ σας συμφιλίωση εφικτή. Μ’ ένα σημείωμα που περνάει από κάτω της και μια γραμμένη συγγνώμη, με ένα διστακτικό χτύπημα και μια ψιθυριστή ερώτηση: «είσαι καλά;». Ύστερα σιγά σιγά ανοίγει, μια χαραμάδα της εμφανίζεται, αρχίζετε και πάλι να έρχεστε κοντά, πλησιάζετε και οι δύο στο άνοιγμά της, δείχνετε αποφασισμένοι να αφήσετε πίσω σας ο,τι και αν ήταν αυτό που σας πλήγωσε. Να συγχωρέσετε ο ένας τον άλλον και να βρεθείτε ξανά στον ίδιο τόπο, την ίδια στιγμή.
Τα πράγματα όμως είναι αλλιώτικα όταν το κλείσιμο της πόρτας γίνεται σιγανά, σχεδόν αθόρυβα, τόσο που πολλές φορές μένεις να αναρωτιέσαι πότε ο άλλος έκανε όλη αυτήν την απόσταση, έφτασε δίπλα της και γύρισε το χερούλι. Γιατί ό,τι γίνεται στα σκοτάδια, χωρίς τσιμουδιά δείχνει αποφασιστικότητα.
Έναν άνθρωπο που κουράστηκε να χτυπάει πόρτες στο πέρασμά του και διάλεξε απλά να μην τις ξαναπεράσει. Δείχνει αυτόν που δε θέλει άλλο να παλέψει, ν’ αναλωθεί σε συζητήσεις για αίτια και αφορμές και απλά επιλέγει να αποχωρήσει. Είναι ο ίδιος άνθρωπος που μόλις αφήσει το πόμολο από τα χέρια του θα προχωρήσει με τη μία ευθεία μπροστά. Δε θα γυρίσει ούτε στιγμή να κοιτάξει αυτό που αφήνει πίσω του γιατί βαθιά μέσα του ξέρει πως δεν υπάρχει τίποτα πλέον για εκείνον εκεί μέσα.
Πριν από κάποια χρόνια είχα διαβάσει ένα γρίφο που με είχε μπερδέψει πολύ. Ρωτούσε: «Πότε μια πόρτα δεν είναι πόρτα;» και η απάντηση του ήταν, «όταν είναι μισάνοιχτη». Πέρασε πολύς καιρός για να μπορέσω να καταλάβω το νόημά του. Οι μισάνοιχτες πόρτες βλέπεις, το μόνο που δείχνουν είναι μισοτελειωμένες καταστάσεις, εκκρεμότητες. Ο σκοπός όμως της κάθε πόρτας δεν είναι αυτός, αλλά να παραμένει ερμητικά κλειστή. Παρ’ όλα αυτά, είναι στο δικό σου χέρι να επιλέξεις κάθε φορά σε ποια από τις δύο πλευρές της θέλεις πραγματικά να βρίσκεσαι.
Επιμέλεια Κειμένου Μαρίας Τριγώνη: Σοφία Καλπαζίδου