Υπάρχουν τόσα μαγαζιά καλλυντικών, όλα ντυμένα με ράφια γεμάτα χίλια αρώματα, εκατοντάδες συστατικά αναμειγμένα ξανά και ξανά μεταξύ τους για να πετύχουν μια λεπτή ισορροπία. Βαφτισμένα πάντα με ονόματα πιασάρικα, γεμάτα υπονοούμενα για τις δράσεις τους. Άνθρωποι να διαβάζουν προσεχτικά τις ετικέτες τους και να ταυτίζουν στοιχεία του χαρακτήρα τους με νότες από φρούτα, λουλούδια και μπαχαρικά.

Μα εγώ τόσα χρόνια που ζω και αναπνέω κοντά σου, δε θυμάμαι καν να σου πω το άρωμα που φοράς στο λαιμό σου. Είναι ίσως γιατί έχω ταυτίσει το πρόσωπο σου με τόσες άλλες διαφορετικές ευωδιές, φώλιασαν στη μύτη μου ανεπαίσθητα κι εσύ δεν αντιλήφτηκες ποτέ την ύπαρξη τους.

Ήταν η μυρωδιά από τα σφηνάκια φτηνής τεκίλας που με κατέκλυσε, όταν ανταλλάξαμε τα πρώτα μας παθιασμένα φιλιά. Έπινες το ένα μετά το άλλο σε μια προσπάθεια να σε γεμίσουν τόλμη και θάρρος κι όταν τελικά πέτυχαν το σκοπό τους, έβγαλες ένα τόσο αυθεντικό συναίσθημα, που έγινε η τεκίλα το ποτό που δε χορταίνω να πίνω.

Η αποπνικτική μυρωδιά που αφήνει πίσω της μια φωτιά, μου θυμίζει και πάλι εσένα και την πρώτη σου απόπειρα να ανακατευτείς με την κουζίνα. Το φαγητό να καίγεται σαν την Πάρνηθα Αύγουστο μήνα, εσύ να με κοιτάζεις γεμάτος ενοχές κι εγώ να γελώ τόσο δυνατά, που η αναπνοή μου λιγόστευε επικίνδυνα. Εκείνο το βράδυ ήταν που έφαγα τη νοστιμότερη πίτσα της ζωής μου.

Ακόμα και στη διαδρομή που έκανα για να έρθω κοντά σου, πλήθος από μυρωδιές σκόνταφταν στη μύτη μου. Έτσι έμαθα κιόλας ν’ αναγνωρίζω τις εποχές.

Άνοιξη, γεμάτη από τα γιασεμιά στο πεζόδρομο κάτω απ’ το μπαλκόνι σου, φθινόπωρο και χειμώνας με τη βροχή που με μούσκευε από την κορφή ως τα νύχια στη διαδρομή απ’ το σταθμό μέχρι την πόρτα σου, καλοκαίρι, με το θαλασσινό νερό να ξεσηκώνει τις αισθήσεις μου κι εγώ να σχεδιάζω τις διακοπές μας.

Είναι και η διακριτική μυρωδιά σανταλόξυλου, που μου έχει μείνει ανεξίτηλη στη μνήμη, αφού αναδυόταν για μέρες από όλο μου το κορμί. Ήταν το αναπόσπαστο συστατικό από το βράδυ εκείνο, που έβαλες με το μυαλό σου να με αποπλανήσεις μετά τη δουλειά, με όπλο ένα χαλαρωτικό μασάζ και συνεργούς τα δύο σου χέρια.

Η μυρωδιά όμως που αγάπησα περισσότερο, ήταν του μαλακτικού από πράσινο σαπούνι, που πότιζε σε κάθε πλύση τα σεντόνια και τις μαξιλαροθήκες σου.

Τρύπωνε συνέχεια και ύπουλα στα ρουθούνια μου, κάθε φορά που ξυπνούσα στο κρεβάτι σου. Ανακατευόταν όμως, ευθύς αμέσως, με το πρωινό που μου ετοίμαζες, το ζεστό ψωμί και την κούπα από φρέσκοστυμμένα πορτοκάλια από τα χέρια σου, που μοσχοβολούσαν από την κουζίνα σε κάθε τετραγωνικό του διαμερίσματος.

Είναι η γλυκόξινη σάλτσα που γέμισε παρασκηνιακά, την πρόταση γάμου που μου έκανες σ’ ένα κινεζικό εστιατόριο, τα λουστραρισμένα έπιπλα στο πατρικό σου την πρώτη φορά που γνώρισα τους δικούς σου και το άρωμα λεβάντας στη μπομπονιέρα του γάμου μας, που τελικά έκαναν εμάς τους δύο να γίνουμε ένα.

Πάνω από όλα όμως, είναι η ανυπομονησία για τη μυρωδιά του ταλκ και των μωρομάντηλων ,που θα μας πλημμυρίσει από τον επόμενο μήνα και θα συνδέσει άρρηκτα εμάς τους τρεις, στο άρωμα που έχει η ζωή, όταν είμαι δίπλα σου.  

Συντάκτης: Μαρία Τριγώνη