Ο χωρισμός είναι ένας μικρός θάνατος.
Αυτό λένε πολλοί, προσπαθώντας να περιγράψουν το συναίσθημα του αποχωρισμού, από κάποιον που αγαπάς ή αγάπησες κάποτε.
Μα όσο είσαι πολύ νέος, όλοι οι χωρισμοί σου μοιάζουν σαν την πρώτη φορά που ετοιμάζεσαι να τρυπήσεις τα αυτιά σου.
Οι γύρω σε προετοιμάζουν, για μεγάλο πόνο και τελικά αίσθάνεσαι απλώς μια μικρή ενόχληση.
Μετά λίγο μούδιασμα, μια ελαφρά πίεση και στο τέλος έρχεται η ώρα που ξεχνάς αυτό το τσίμπημα.
Όπως όμως όλα αλλάζουν, έτσι κάποια στιγμή έρχεται και η ώρα των βαθιών συναισθημάτων.
Η στιγμή του απόλυτου έρωτα.
Και κάπως έτσι, βρίσκεσαι δίπλα σ’έναν άνθρωπο και σε μια σχέση, στην οποία κάνεις τα μέγιστα και επενδύεις ατόφια κομμάτια σου, προκειμένου να την κάνεις να λειτουργήσει.
Και όταν εμφανιστούν τα πρώτα μαύρα σύννεφα, εσύ συνεχίζεις να ελπίζεις.
Η επένδυσή σου, πρέπει να βρει τόπο.
Αυτό σκέφτεσαι ακόμα και τη στιγμή που βλέπεις την αυλαία να πέφτει θριαμβευτικά, ενώ γνωρίζεις πως αυτή η τελεία, είναι η οριστική σας και όχι μία άνω, σαν τις προηγούμενες.
Και κάπου εκεί, αρχίζεις να βουλιάζεις.
Οι μέρες περνάνε δύσκολα, τα λεπτά κυλάνε βασανιστικά αργά.
Το μαξιλάρί σου διαρκώς βρεγμένο, ο ύπνος σου σχεδόν άφαντος.
Τον συναντάς εκεί γύρω στο ξημέρωμα και τον εγκαταλείπεις αργά το απόγευμα.
Παντζούρια κατεβασμένα, κουρτίνες κλειστές, ανάσες βαριές.
Τον σκέφτεσαι. Θες να του τηλεφωνήσεις.
Δευτερόλεπτα πριν το τελευταίο ψηφίο, το έσω σου θηρίο, σε συγκρατεί.
Δε θες να πλυθείς. Δε θες να φάς. Δε θες να κοινωνικοποιηθείς.
Με το ζόρι σε τραβάνε σε λογής τσιπουρομπαρομάγαζα.
«Σιγά μη με λυπηθούν κιόλας», σκέφτεσαι και μαζεύεις κάθε κατακάθι αξιοπρέπειας σου έχει απομείνει.
Φοράς ένα χαμόγελο της βιτρίνας, στριφογυρνάς μια τούφα απ’τα μαλλιά σου, ακούς τους άλλους να μιλάνε για όσα τους απασχολούν.
Αν σε ρωτήσουν τα νέα σου, έχεις έρθει με σκονάκι.
Έτσι και αλλιώς τα ‘κανες πρόβα στον καθρέφτη.
Κάτι λιγοστοί φίλοι μόνο, αντιλαμβάνονται τη σκιά που κόβει βόλτες μες στο βλέμμα σου.
Θα σε ρωτήσουν αν είναι όλα καλά, θα κουνήσεις καταφατικά το κεφάλι, θα σου χαϊδέψουν το μπράτσο.
Γυρνάς σπίτι και αγκαλιάζεις εσύ το μπράτσο της πολυθρόνας.
Η ρουτίνα σου, είναι εκεί και σε περιμένει. Οι μπύρες, τα χαρτομάντιλα, ο Χρήστος Θηβαίος, επίσης.
Και έρχονται τ’απογέυματα και φεύγουν.
Και σε βρίσκουν αποχαυνωμένη στο πλακάκι, με τη μπόχα των τσιγάρων, την κλεισούρα να σου τρώει τα σωθικά.
Και κάποπιο απόγευμα θα συρθείς ως το μπάνιο, να ξεκολλήσεις τη μάσκαρα απ’το μάγουλό σου.
Τυχαία κοιτάς στον καθρέφτη τα χάλια σου.
Δεν αναγνωρίζεις ούτε εσένα, ούτε τα μπλεγμένα μαλλιά σου, ούτε τους μάυρους κύκλους σου.
Δεν είσαι εσύ αυτή, αρνείσαι να το δεχτείς.
Είσαι στο μηδέν.
Έχει όμως και αυτό, τα θετικά του.
Δεν έχει παρακάτω να πας.
Και όσο βουνό και αν σου φαίνεται, ξέρεις οτι με επιμονή, η επιφάνεια δεν είναι πολύ μακριά.
Τρέχεις στην κρεβατοκάμαρα.
Ανοίγεις στόρια και παράθυρα.
Μετά από τόσο καιρό στο σκοτάδι, σχεδόν δεν πρόλαβες να καταλάβεις, ότι η άνοιξη είναι κιόλας έξω.