«Μα είναι ποτέ δυνατόν στην εποχή μας, να πρέπει μια γυναίκα για να θεωρείται επιτυχημένη, να’χει απαραιτήτως και έναν άντρα στο πλευρό της;»
Ο μονόλογος γνωστός, είχε διάρκεια περίπου δέκα λεπτά και ήταν μια ανάδρομη στο ρόλο της γυναίκας μέσα στην κοινωνία, τις τελευταίες δεκαετίες.
Τον είχα ακούσει τουλάχιστον είκοσι φορές απ’το στόμα της, και συνέχιζα να τον ακούω μια φορά την εβδομάδα όταν συναντιόμασταν γυναικοπαρέα.
Μέχρι όμως να πούμε καληνύχτα υπό την επήρεια συνήθως του τρίτου ποτού, η συμπεριφορά της άλλαζε ραγδαία, ενώ σκάναρε συνεχώς πάνω κάτω το μαγαζί με ανυπομονησία, ωσότου εντοπίσει τουλάχιστον έναν άντρα θαμώνα, που να την κοιτάζει επίμονα.
Ενώ φαινομενικά ήταν απελευθερωμένη και δυναμική, στην πραγματικότητα αναζητούσε συνεχώς την επιβεβαίωση μέσω του αντρικού θαυμασμού και ας ήταν το μόνο πράγμα που διατυμπάνιζε πως δεν χρειάζεται.
Είχε περάσει ένας μήνας κοντά, από την τελευταία φορά που την είδα σε κάποια από τις εξόδους μας και έτσι αποφάσισα να τις στείλω ένα μήνυμα για να δω αν ήταν καλά.
Η απάντηση της ήρθε μέσα σε δευτερόλεπτα σα να περίμενε αποθηκευμένη στα πρόχειρα, για να σταλεί στο σωστό παραλήπτη.
Μ’ένα σύντομο μήνυμα, μου εξηγούσε ότι δεν είχε χρόνο γιατί ήταν πλέον σε σχέση και δεσμευόταν να μας πει απευθείας τις περαιτέρω λεπτομέρειες.
Η συνάντηση κανονίστηκε την επόμενη κιόλας μέρα.
Το δεκάλεπτο κήρυγμα των προηγούμενων συζητήσεων, αντικατέστησε ένας εικοσάλεπτος εκθειασμός του καλού της ενώ δεν άργησε να έρθει και η συνέχεια.
Ρωτώντας τάχα αδιάφορα για τα δικά μας νέα, ξεκίνησε να μας ανακρίνει, γιατί επιμένουμε να παραμένουμε singles.
Μετά την ανάκριση, ήρθε και η διδαχή.
Πρέπει να ‘χουμε τα μάτια μας ανοιχτά και τις απαιτήσεις μας χαμηλά, αν δε θέλουμε να καταλήξουμε στο ράφι.
Μετά από ένα στιγμιαίο γελάκι για να αλαφρύνει την κατάσταση, προθυμοποιήθηκε ακόμα και να μας συστήσει φίλους του δικού της, που είναι εγγυημένα άτομα.
Γυρνώντας στο σπίτι εκείνη τη νύχτα, αναρωτήθηκα πόσο ειλικρινής ήταν μαζί μας, σε όλα αυτά τα λογύδρια που έβγαζε τόσο καιρό, καταδικάζοντας παραδόσεις και συντηρητικές νόρμες.
Μήπως απλά προσπαθούσε με νύχια και με δόντια να μας πείσει, ότι δεν την ένοιαζε πραγματικά πως όλες οι τελευταίες της σχέσεις είχαν καταλήξει σε ναυάγιο;
Ή τελικά παγιδεύτηκε και ‘κείνη σε όλα τα στερεότυπα που μισούσε;
Άλλωστε η λέξη «γεροντοκόρη», ακούγεται ακόμα και όχι μόνο από τους γηραιότερους ενώ το αν είσαι σχέση, είναι από τις πρώτες ερωτήσεις που σου κάνουν σε κάθε καινούργια γνωριμία.
Υστέρα από αυτή την συνάντηση εξαφανίστηκε και πάλι μυστηριωδώς από το χάρτη.
Σκόρπιες φωτογραφίες της σε facebook και instagram ,πάντα μαζί με άλλα ζευγάρια, διαλαλούσαν περίτρανα την ευτυχία της, και ας ήταν όλα αυτά που μέχρι πρόσφατα φώναζε πως σιχαινόταν.
Δεν είχαν περάσει παρά κάποιοι μήνες και ανοίγοντας την αλληλογραφία μου αντικρίζω το προσκλητήριο του γάμου της.
Θυμήθηκα γελώντας το γνωστό της ποίημα και πώς στο έκτο περίπου λεπτό, ανέλυε πόσο ανούσιος και άχρηστος είναι ο γάμος σε μια τέτοια εποχή.
Πως η ίδια δεν θα παντρευόταν, αν δεν έφτανε τουλάχιστον τα τριάντα πέντε.
Και πως οι γάμοι με άτομα που γνωρίζονταν για μικρό χρονικό διάστημα, θα κατέληγαν σε βέβαιο βατερλό.
Παρόλα αυτά μπορούσες να δεις πεντακάθαρα στα μάτια της την ικανοποίηση που ένιωθε αφού δεν έμεινε η τελευταία ανύπαντρη της παρέας, καθώς ευχόταν και στα δικά σας στην δεξίωση .
Σαν να ήταν πάντα αυτός ο μυστικός της στόχος,
Και ας κατέληγε να είναι όχι μόνο αυτή που παντρεύτηκε πρώτη, αλλά και που θα χώριζε.